κλιματολογία
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek Monolingual
η
κλάδος της μετεωρολογίας που έχει αντικείμενο τη μελέτη του κλίματος κάθε τόπου καθώς και την επίδραση του κλίματος στον ανθρώπινο οργανισμό, στη γεωργία, στην κτηνοτροφία κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. climatologie < climat(o)- (< κλίμα, -ατος) + -logie (< -λογία < -λόγος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Μ. Σχινά και Ι. Λεβαδέως].