κοτσάρω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
1. αναρτώ, κρεμώ
2. συνδέω, προσαρτώ, προσκολλώ
3. δίνω ή κάνω κάτι αιφνίδια και ανέλπιστα αντί άλλου το οποίο περίμενε κάποιος («του ζήτησα βοδινό και μού κοτσάρει μοσχαράκι γάλακτος»)
4. φορώ επιδεικτικά κάτι που δεν ταιριάζει με την περίσταση («κοτσάρησε τη γούνα και πήγε στη λαϊκή»)
5. προσάπτω κατηγορία, κατηγορώ («του κοτσάρανε πως αυτός έκανε την κατάχρηση τών χρημάτων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cozzare «πλήττω (με τα κέρατα)»].