κρατερῶνυξ

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτερῶνυξ Medium diacritics: κρατερῶνυξ Low diacritics: κρατερώνυξ Capitals: ΚΡΑΤΕΡΩΝΥΞ
Transliteration A: kraterō̂nyx Transliteration B: kraterōnyx Transliteration C: krateronyks Beta Code: kraterw=nuc

English (LSJ)

ῠχος, ὁ, ἡ, (ὄνυξ) strong-hoofed, solid-hoofed, ἵπποι Il.5.329,16.724, al.; ἡμίονοι 24.277, Od.6.253; strong-clawed, λύκοι κρατερώνυχες ἠδὲ λέοντες 10.218; with strong nails, χείρ Matro Conv.28.

French (Bailly abrégé)

υχος (ὁ, ἡ)
1 aux griffes robustes;
2 au sabot robuste en parl. de chevaux ou de mulets.
Étymologie: κρατερός, ὄνυξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρατερῶνυξ -υχος [κρατερός, ὄνυξ] als adj. met sterke hoeven, met sterke klauwen.

German (Pape)

υχος, mit starken Nägeln, starkklauig, -husig; ἵπποι, Il. 5.329 und öfter; ἡμίονοι, Od. 6.253; λύκοι, 10.218; χείρ, Matron bei Ath. IV.135b.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰτερῶνυξ: ῠχος adj.
1 с могучими когтями (λύκοι ἠδὲ λέοντες Hom.);
2 с крепкими копытами (ἵπποι, ἡμίονοι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτερῶνυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ, (ὄνυξ) ἔχων ἰσχυρούς, δυνατοὺς ὄνυχας ἢ ὁπλάς, ἵπποι Ἰλ. Ε. 329., Π. 724· ἡμίονοι Ω. 277, Ὀδ. Ζ. 253, κτλ.· ἔχοντες ἰσχυροὺς ὄνυχας, λύκοι κρατερώνυχες ἠδὲ λέοντες Κ. 218· ― χεὶρ Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135Β.

English (Autenrieth)

(ὄνυξ): strong-hoofed, strong-clawed.

Greek Monolingual

κρατερῶνυξ, -υχος, ὁ, ἡ (AM)
αυτός που έχει δυνατά νύχια («λύκοι κρατερώνυχες ἠδὲ λέοντες», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + -ῶνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος)
το -ω- οφείλεται στον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. γαμψώνυξ, κοιλώνυξ)].

Greek Monotonic

κρᾰτερῶνυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ (ὄνυξ), αυτός που έχει ισχυρά, δυνατά νύχια ή οπλές, σε Όμηρ.· με δυνατά νύχια, λέγεται για τους λύκους, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

κρᾰτερῶνυξ, ῦχος, ὁ, ἡ, ὄνυξ
strong-hoofed, solid-hoofed, Hom.:— strong-clawed, of wolves, Od.