λευρός
English (LSJ)
ά, όν (also ός, όν A.Pr.371), poet. Adj.
A smooth, level, even, λευρῷ ἐνὶ χώρῳ Od.7.123, Orac. ap. Hdt.1.67; Σικελίας λευροὺς γύας A.l.c.; λ. οἶμος αἰθέρος ib.396; ἐν ψαμάθῳ λευρᾷ E.Hec.700 (lyr.); πέδον, πέτρα, Id.Ph.836, Ba.982 (lyr.); ὁδοί Call.Aet.Oxy.2080.67.
II smooth, polished, ξίφος Pi.N.7.27; δέρμα… λευρὸν ἔθηκε βοός AP6.116 (Samus).
III λευρᾶς σωφροσύνης· τελείας, καὶ ταπεινῆς, κοίλης, ὁμαλῆς, μὴ τραχείας, Hsch.
German (Pape)
[Seite 36] (vgl. λεῖος), glatt, eben, ausgebreitet, χῶρος, Od. 7, 123; Orak. bei Her. 1, 67; Σικελίας γύαι, Aesch. Prom. 369; λευρὸν οἶμον αἰθέρος, 394; λευρὸν κατ' ἄλσος, Suppl. 503; ἐν ψαμάθῳ λευρᾷ πόντου, Eur. Hec. 699; πέδον, Phoen. 836; ξίφος, Pind. N. 7, 27; sp. D., wie εἴσοδος Opp. Hal. 3, 343; αὖλαξ, Lycophr. 268; δρόμος, Ep. ad. 121 (XIII, 18). Übertr., schlicht, arglos, σωφροσύνη, Hesych.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 uni, sans aspérités;
2 où la vue s'étend sans obstacle : λευρὰ οἶμος αἰθέρος ESCHL les libres espaces de l'air.
Étymologie: R. ΛεϜ, être lisse, poli ; cf. λεῖος.
Russian (Dvoretsky)
λευρός:
1 гладкий (πέτρα Eur.; ξίφος Pind.; δέρμα Anth.);
2 ровный (χῶρος Hom.; γύης, οἶμος Aesch.; ψάμαθος Eur.);
3 широко раскинувшийся (ἄλσος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λευρός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν λέξ. λεῖος), ποιητ. ἐπίθ., λεῖος, ὁμαλός, ἐπίπεδος, λευρῷ ἐνὶ χώρῳ Ὀδ. Η. 123, Χρησμ. παρ’ Ἡρoδ. 1. 67· Σικελίας λευροὺς γύας Αἰσχύλ. Πρ. 369· λ. οἶμος αἰθέρος αὐτόθι 394· ἐν ψαμάθῳ λευρᾷ Εὐρ. Ἑκ. 699· πέδον, πέτρα ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 836, Βάκχ. 982. ΙΙ. λεῖος, ἐστιλβωμένος, ξίφος Πινδ. Ν. 7. 39· δέρμα... λευρὸν ἔθηκε βοὸς Ἀνθ. Π. 6. 116. ΙΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ λιτός, ἁπλοῦς, ἀπέριττος, «λευρᾶς σωφροσύνης· τελείας» Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
level, Od. 7.123†.
English (Slater)
λευρός smooth ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος (N. 7.27)
Greek Monolingual
λευρός, -ά, -όν (Α)
1. ομαλός, επίπεδος («λευρῷ ἐν χώρῳ», Ομ. Οδ.)
2. λείος, στιλβωμένος («ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος», Πίνδ.)
3. μτφ. απλός, απέριττος, λιτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το λεῖος.
Greek Monotonic
λευρός: -ά, -όν (λεῖος)·
1. λείος, ομαλός, επίπεδος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., Ευρ.
2. απαλός, λείος, γυαλισμένος, στιλβωμένος, σε Πίνδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: open (of the country), wide, even, smooth since η 123).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Several hypotheses in Bq, W.-Hofmann s. lūra, WP. 2, 408, Fraenkel Nom. ag. 1, 90 and Gnomon 22, 237 (to λεῖος; thus Benveniste Origines 112).
Middle Liddell
λευρός, ή, όν λεῖος
1. smooth, level, even, Od., Aesch., Eur.
2. smooth, polished, Pind.
Frisk Etymology German
λευρός: {leurós}
Meaning: ‘offen (vom Gelände), ausgebreitet, eben, glatt’ (ep. poet. seit η 123).
Etymology: Unerklärt. Allerhand Hypothesen bei Bq, W.-Hofmann s. lūra, WP. 2, 408, Fraenkel Nom. ag. 1, 90 und Gnomon 22, 237 (zu λεῖος; ebenso Benveniste Origines 112).
Page 2,109-110