λογχωτός
English (LSJ)
λογχωτή, λογχωτόν,
A furnished with a point, lance-headed, βέλος E.Ba. 761; ἔγχεα B.Fr.3.8, cf. AP6.172; lanceolate, Paul.Aeg.6.88.
2 composed of spearheads, or ornamented with spearheads, ὅρμος IG11(2).161 B 23, al.; φιάλη ib.l.75 (Delos, iii B. C.); λογχωτοὶ χιτῶνες Lyd.Mag. 1.17, cf. 2.4.
II λογχωτόν, τό, = χαλκανθές, interpol. in Dsc.5.98, cf. Plin.HN34.124.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 garni d'un fer de lance;
2 τὸ λογχωτόν sorte de cirage.
Étymologie: λογχόω.
German (Pape)
Adj. verb. zu λογχόω, mit einer Spitze versehen, zugespitzt, βέλος, Eur. Bacch. 760; δίθυρσον, Agath. 31 (VI.172).
Bei Diosc. ist τὸ λογχωτόν eine Art Schusterschwärze.
Russian (Dvoretsky)
λογχωτός: снабженный острием, заостренный (βέλος Eur.; ἔγχεα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
λογχωτός: -ή, -όν, ἔχων αἰχμήν, ἔχων κορυφὴν λογχοειδῆ, βέλος Εὐρ. Βάκχ. 761 ἔγχες Βακχυλ. 13. 8, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 172, II. τὸ λογχωτόν, μέλαινα βαφὴ παρασκευαζομένη ἐκ χαλκοῦ, Διοσκ. 5. 114.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λογχωτός, -ή, -όν) λόγχη
1. αυτός που έχει στο άκρο του σιδερένια αιχμή
2. αιχμηρός σαν τη λόγχη, λογχοειδής
μσν.-αρχ.
αυτός που αποτελείται από λόγχες ή είναι κοσμημένος με λόγχες («λογχωτοὶ χιτῶνες», Ιω. Λυδ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λογχωτόν
είδος μαύρης μεταλλικής βαφής που παρασκευαζόταν από χαλκό.
Greek Monotonic
λογχωτός: -ή, -όν, αυτός που έχει αιχμή λόγχης, οξύς, σε Ευρ., Ανθ.