λύσιμος

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύσιμος Medium diacritics: λύσιμος Low diacritics: λύσιμος Capitals: ΛΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: lýsimos Transliteration B: lysimos Transliteration C: lysimos Beta Code: lu/simos

English (LSJ)

[ῠ], ον<,
A able to loose or relieve, μέλη A.Supp.811 (lyr.).
II Pass., that can be redeemed, redeemable, ἐνέχυρα Pl.Lg.820e.
2 that can be solved, refutable, συλλογισμός Arist.APr.70a31.
3 τὰ λ. τῶν νόμων the legal texts read by fourth-year students (λύται), AP 5.291 tit. (Agath.).
4 that can be melted, κηρός Jul.Ep.193.

German (Pape)

[Seite 72] ον, lösend, μέλη, Aesch. Suppl. 792; – lösbar, ἐνέχυρα λύσιμα ἐκ τῆς ἄλλης πολιτείας Plat. Legg. VII, 820 e; οὐκέτι λύσιμον, nicht mehr aufzulösen, Ath. X, 452 a; – leicht aufzulösen, ein Problem, Arist. anal. pr. 2, 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui délie.
Étymologie: λύω.

Russian (Dvoretsky)

λύσῐμος:
1 освобождающий, разрешающий (μέλη Aesch.);
2 могущий быть высвобожденным, возвратимый (ἐνέχυρα Plat.);
3 разрешимый или опровержимый (συλλογισμός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λύσῐμος: [ῠ], -ον, ἱκανὸς νὰ λύῃ ἢ ἀνακουφίζῃ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 811. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ἐξαγοράσῃ, λυτρώσιμος, ἐνέχυρον Πλάτ. Νόμ. 820Ε. 2) ὃν δύναταί τις νὰ λύσῃ, ἀναιρέσιμος, συλλογισμὸς Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 27, 5.

Greek Monolingual

λύσιμος, -ον (Α)
λύω
1. ικανός να λύνει
2. ικανός να ανακουφίζει
3. αυτός που μπορεί να τον εξαγοράσει κάποιος
4. (για συλλογισμό) αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί, να ανατραπεί
5. αυτός που χρειάζεται ερμηνεία («διὰ τὰ λύσιμα τῶν νόμων ὑπομνηστικόν», Ανθ. Παλ.)
6. (για πράγματα) αυτός που μπορεί να λειώσει.

Greek Monotonic

λύσῐμος: [ῠ], -ον,
I. 1. ικανός να ανακουφίζει, σε Αισχύλ.
II. Παθ., αυτό που μπορεί να εξαγοραστεί, εξαργυρώσιμο, σε Πλάτ.

Middle Liddell

λῠ́σῐμος, ον
I. able to loose or relieve, Aesch.
II. pass. that can be redeemed, redeemable, Plat.