μεγαλόμισθος
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
English (LSJ)
μεγαλόμισθον, receiving high pay, Luc.Apol.15, Herm.57, Ath.13.569a.
German (Pape)
[Seite 106] für großen Lohn gedungen, Luc. pro merc. cond. 15 Hermot. 57.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se fait payer cher.
Étymologie: μέγας, μισθός.
Greek Monolingual
μεγαλόμισθος, -ον (Α)
αυτός που αμείβεται με μεγάλο μισθό, υψηλόμισθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + μισθός (πρβλ. υψηλόμισθος)].
Greek Monotonic
μεγᾰλόμισθος: -ον, αυτός που λαμβάνει μεγάλο μισθό, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλόμισθος: нанятый за большую плату, дорого оплачиваемый Luc.
Middle Liddell
μεγᾰλό-μισθος, ον
receiving high pay, Luc.