μεθυμναῖος
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ὁ, (μέθυ) the wine-god, epithet of Dionysus, Plu.2.648e, Orph.Fr.280, Epic. in Arch.Pap.7.4.
German (Pape)
[Seite 114] ὁ, Beiwort des Bacchus, von der Stadt Methymna auf Lesbos, od. nach Andern von μέθυ, Plut. Symp. 3, 2; od. nach E. M. ὅτι μεθ' ὕμνων ἦλθε; vgl. Ath. VIII, 363 b.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le dieu de l'ivresse (μέθυ) ou le dieu de Méthymne.
Étymologie: *Μέθυμνα, p. Μήθυμνα.
Greek (Liddell-Scott)
μεθυμναῖος: ὁ, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Πλούτ. 2. 648Ε.
Greek Monolingual
μεθυμναῖος, ὁ (Α)
προσωνυμία του θεού Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παραφθορά της λ. Μηθυμναῖος υπό την επίδραση της λ. μέθυ (πρβλ. «Μηθυμναῖος
Διόνυσος», γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος].