μεσόκλαστος
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
μεσόκλαστον, (κλάω) broken off in the middle (= λαγαρός), of hexam. verses with a trochee for a spondee in the interior, Ps.- Plu.Metr.3, Sch.Heph.pp.349,350 C., interpol. in Sch. D.T.p.53 H.
German (Pape)
[Seite 138] in der Mitte, halb zerbrochen, Plut. fr. metr. 2.
Russian (Dvoretsky)
μεσόκλαστος: разбитый пополам (στίχος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μεσόκλαστος: -ον, (κλάω) ὁ εἰς δύο κεκλασμένος, ἐπὶ ἑξαμέτρ. στίχων ἐχόντων τροχαῖον ἀντὶ σπονδείου, Πλούτ. 5. 868 ἔκδ. Ὀξωνίας, Wytt.
Greek Monolingual
μεσόκλαστος, -ον (Α)
(για εξάμετρους στίχους οι οποίοι έχουν στο εσωτερικό τους τροχαίο αντί για σπονδείο)
ο σπασμένος, ο κομμένος στη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + κλαστός (< κλάω «σπάω»), πρβλ. ημίκλαστος].