μιζέρια
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
Greek Monolingual
η (Μ μιζέρια)
αθλιότητα, κακομοιριά, δυστυχία, φτώχια («ζει μέσα στη μιζέρια»)
νεοελλ.
1. γκρίνια, δυστροπία («τί μιζέρια είναι αυτή που σέ έπιασε σήμερα;»)
2. παθολογική φιλαργυρία, τσιγγουνιά
3. είδος παιχνιδιού της μεγάλης πρέφας
4. συνεκδ. εμπορική απραξία, οικονομική καχεξία, κεσάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. miseria < lat. miser, -eris «άθλιος»].