μόστρα
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
Greek Monolingual
η (Μ μόστρα και μούστρα)
μικρή ποσότητα εμπορεύματος η οποία αποστέλλεται ή προσκομίζεται ως δείγμα
νεοελλ.
1. γυάλινη προθήκη εμπορικού καταστήματος, στην οποία τοποθετούνται δείγματα τών εμπορευμάτων που πωλούνται, βιτρίνα
2. (κατ' επέκτ.) το εκλεκτότερο τμήμα του εμπορεύματος, αυτό που εκτίθεται στη βιτρίνα
3. μτφ. (με ειρωνική σημασία) πρόσωπο («θα σού χαλάσω τη μόστρα» — θα σέ δείρω και θα σού χαλάσω το πρόσωπο, θα σέ στραπατσάρω)
4. φρ. «για μόστρα» — για επίδειξη και μόνο
μσν.
1. στρατιωτική επίδειξη
2. στρατιωτική επιθεώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mostra < ιταλ. mostrare < λατ. monstrare «δείχνω». Ο τ. μούστρα < μόστρα, με κώφωση].