μὴοὐ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Greek Monotonic
μὴοὐ:I. μετά από ρήματα που εκφράζουν φόβο ή ανησυχία, Λατ. vereor ut, δέδοικα μὴ οὐ γένηταί τι, φοβάμαι ότι δεν θα συμβεί· ενώ το δέδοικα μὴ γένηται σημαίνει, φοβάμαι ότι θα συμβεί· στην περίπτωση αυτή, τα μή και οὐ διατηρούν την κανονική τους σημασία.
II. με απαρ.,
1. μετά από ρήματα που εκφράζουν κώλυμα, άρνηση, αποφυγή, ανάγκη, όπου το μὴ οὐ μοιάζει με το Λατ. quin ή quominus, οὐδὲν κωλύει μὴ οὐκ ἀληθὲς εἶναι τοῦτο, nihil impedit quin hoc verum sit· ή, με άρθρο, οὐδὲν ἐλλείψω τὸ μὴ οὐ πυθέσθαι, nihil praetermittam quominus reperiam, σε Σοφ.
2. μετά από ρήματα που σημαίνουν κάτι το αδύνατο, ακατάλληλο, απροθυμία, το μὴ οὐ αποδίδεται αποφατικά, δεινὸν ἐδόκεε εἶναι μὴ οὐ λαβεῖν, σε Ηρόδ.· αἰσχύνη ἦν μὴ οὐ συσπουδάζειν, σε Ξεν.
3. το μὴ οὐ με μτχ., μόνο μετά από αρνητ. μόριο, που είτε δηλώνεται είτε εννοείται, δυσάλγητος γὰρ iν εἴην μὴ οὐ κατοικτείρων, θα ήμουν σκληρόκαρδος αν δεν συμπονούσα, σε Σοφ.
4. = εἰ μή, εκτός, πόλεις χαλεπαὶ λαβεῖν, μὴ οὐ πολιορκίᾳ, σε Δημ.