ομόπτερος
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμόπτερος, -ον)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ομόπτερα
εντομολ. τάξη εντόμων που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία ως προς το μέγεθος, το σχήμα και τη φυσική ιστορία τών μελών της και στην οποία ανήκουν 32.000 περίπου είδη
αρχ.
1. (για πτηνό) αυτός που έχει όμοια φτερά, παρόμοιο πτέρωμα
2. μτφ. α) εντελώς όμοιος, πανομοιότυπος, ολόιδιος
β) αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ομήλιξ, συνομήλικος
3. φρ. α) «οἱ ἐμοὶ ὁμόπτεροι»
(για πτηνά) οι σύντροφοι μου, τα άλλα πτηνά («ἴτω τις ὧδε τῶν ἐμῶν ὁμοπτέρων», Αριστοφ.)
β) «ὁμόπτεροι νᾱες»
i) πλοία τα οποία έχουν όμοια κουπιά ή όμοια ιστία
ii) (κατ' άλλη ερμ.) πλοία εξίσου γρήγορα ή πλοία που συμπλέουν
γ) «ὁμόπτερος ἀπήνα»
μτφ. τα δύο αδέλφια Ετεοκλής και Πολυνείκης.
επίρρ...
ὁμοπτέρως (Μ)
ταχέως, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + πτερόν. Η λ. στη Νεοελληνική είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homoptera].