ορεύς
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
Greek Monolingual
ὀρεύς, -έως, ιων. τ. οὐρεύς, ὁ (Α)
1. ημίονος, μουλάρι
2. ως επίθ. ορεινός («ὅπως τις ὑλοκουρὸς ἐργάτης ὀρεύς», Λυκόφρ.)
3. φρ. «νικᾱν τοῖς ὀρεῡσι» — η νίκη στις ημιονοδρομίες (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀρεύς συνδέεται με το ὅρος (Ι) / οὖρος «όριο σύνορο», της οποίας η αρχική σημ. ήταν «αυλάκι που αφήνει το άροτρο» (βλ. λ. όρος [Ι]). Επομένως η λ. όρεύς δηλώνει το ζώο που χαράζει το αυλάκι, δηλ. τον ημίονο, ο ποίος συχνά χρησιμοποιούνταν αντί του βοδιού για το όργωμα. Ο ιων. επικ. τ. οὐρεύς αντιστοιχεί με τον ιων. τ. οὖρος τοῦ ὅρος (Ι). Προβλήματα γεννά, ωστόσο, η ψίλωση που εμφανίζει η λ. στην αττ. διάλ., η οποία πιθ. οφείλεται στην παρετυμολ. σύνδεση της λ. με το ὄρος (II) «βουνό»].