οἰνόω

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνόω Medium diacritics: οἰνόω Low diacritics: οινόω Capitals: ΟΙΝΟΩ
Transliteration A: oinóō Transliteration B: oinoō Transliteration C: oinoo Beta Code: oi)no/w

English (LSJ)

A intoxicate, οἰνῶσαι σῶμα ποτοῖς Critias6.28D.: elsewhere always Pass. οἰνόομαι, get drunk, οἰνωθέντες Od.16.292, Aen.Tact. 16.5; οἰνωθείς S.Fr.929, PLond.2.411.14 (iv A. D.); οἰνοῦσθαι Plu.2.672a: fut. οἰνωθήσομαι Stoic.3.163: mostly in pf. part. ᾠνωμένος, Ion. οἰνωμένος Hdt.5.18; ἄγαν ᾠνωμένος A.Supp.409; δείπνοις, ἡνίκ' ἦν ᾠνωμένος S.Tr.268; ᾠνωμένας κρατῆρι E.Ba.687: codd. of Arist. always give οἰνωμένος, EN1147a14, 1152a15, 1154b10, Rh.1389a19. (The word used in good Att. Prose is μεθύω (q.v.); but in Stoic.l.c. οἰ. = drink wine in moderation, opp. μεθυσθῆναι, to be the worse for wine.)
II Pass., turn into wine, Nonn. D. 11.517.

French (Bailly abrégé)

οἰνῶ :
Act. seul. inf. ao. οἰνῶσαι;
Pass. f. οἰνωθήσομαι, ao. ᾠνώθην, pf. ᾤνωμαι ou οἴνωμαι;
enivrer ; Pass. être enivré, être ivre.
Étymologie: οἶνος.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόω: πληρῶ οἴνου, μεθύσκω, οἰνῶσαι σῶμα ποτοῖς Κριτίας 2. 28· - ἀλλαχοῦ ἀείποτε παθ., οἰνόομαι, μεθύσκομαι, «μεθῶ», οἰνωθέντες Ὀδ. Π. 292, Τ. 11· οἰνωθεὶς Σοφ. Ἀποσπ. 668· Πλούτ. 2. 672Α· οἰνωθήσομαι Διογ. Λ. 7. 118· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατὰ μετοχ. πρκμ. ᾠνωμένος κρατῆρι Εὐρ. Βάκχ. 687, ἔνθα ἴδε Elmsl.· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσιν ἀείποτε οἰνωμένος, Ἠθ. Νικ. 7. 3, 7., 7. 10, 3., 7. 14, 6, Ρητ. 2. 12, 8. Πρβλ. καὶ δι-, κατοινόομαι. Παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. ἐν χρήσει ἡ λέξις μεθύω, Cobet V. LL. σ. 31· ἀλλὰ παρὰ Διογ. Λ. ἔνθ’ ἀνωτ. κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μεθυσθῆναι. ΙΙ. μεταβάλλομαι εἰς οἶνον, ἐπὶ ὕδατος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 9.

English (Autenrieth)

only pass. aor. part., οἰνωθέντες, overcome by wine, drunken, Od. 16.292 and Od. 19.11.

Greek Monotonic

οἰνόω:I. μεθώ από κατάχρηση οινοπνευματώδους ποτού, οἰνῶσαι σῶμα ποτοῖς, σε Κριτία.
II. Παθ., οἰνόομαι, μεθώ, είμαι μεθυσμένος, οἰνωθέντες, σε Ομήρ. Οδ.· μτχ. παρακ. ᾠνωμένος, Ιων. οἰνωμένος, σε Ηρόδ., Σοφ.

Middle Liddell

οἰνόω,
I. to intoxicate, οἰνῶσαι σῶμα ποτοῖς Critias.
II. Pass. οἰνόομαι to get drunk, be drunken, οἰνωθέντες Od.; perf. part., ᾠνωμένος, ionic οἰνωμένος, Hdt., Soph.

German (Pape)

mit Wein beranschen; gew. pass., οἰνωθέντες, Od. 16.292, 19.11; δεδορκὸς ὄμμα μηδ' ἄγαν οἰνωμένον, Aesch. Suppl. 404; δείπνοις ἡνίκ' ἦν οἰνωμένος, Soph. Tr. 267; οἰνωμένας κρατῆρι, Eur. Bacch. 686; πλεύνως οἰνωμένοι, Her. 5.18; Arist. und Sp., wie Plut.; DL. 7.118 unterscheidet οἰνωθήσεσθαι τὸν σοφόν φασιν, οὐ μεθυσθήσεσθαι.