παίδειος

From LSJ

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παίδειος Medium diacritics: παίδειος Low diacritics: παίδειος Capitals: ΠΑΙΔΕΙΟΣ
Transliteration A: paídeios Transliteration B: paideios Transliteration C: paideios Beta Code: pai/deios

English (LSJ)

or παιδεῖος (Hdn.Gr.1.135), ον,
A = παιδικός, of or for a boy, ὕμνοι π. songs to the boys they loved, Pi.I.2.3, cf. Ath.13.601a; π. κρέα A.Ag.1242, 1593; π. τροφή the care of rearing children, a mother's cares, S.Ant.918; π. οἰκοδομήματα Pl.Lg.643b; μάθημα ib.747b; αἱ π. τιμαί honours bestowed on children, ib.810a.
II Subst. παιδεῖον, τό, boy's dress, prob. in IG22.1516.8.

German (Pape)

[Seite 439] ον, od. nach Arcad. 44, 18 richtiger παιδεῖος, kindlich, die Kinder betreffend, für sie geeignet; παιδείους ὕμνους, Pind. I. 2, 3; δαῖτα παιδείων κρεῶν ξυνῆκα, A esch Ag. 1215, vgl. 1574; παίδειος τροφή, die Ernährung, Erziehung der Kinder, Soph. Ant. 918; sp. D., ἔρως Ep. ad. 32 (IX, 52), ἀγλαΐη, vom Knabenhaar, Euphorion. 1 (VI, 279); u. in Prosa, μάθημα, Plat. Legg. V, 747 b, VII, 810 a; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
v. παιδεῖος.
Étymologie: παῖς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παίδειος en παιδεῖος -ον [παῖς] kinder-:. παιδεῖος τροφή kinderopvoeding Soph. Ant. 918.

English (Slater)

παίδειος for youths οἱ μὲν πάλαι ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους, ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν (I. 2.3)

Greek Monolingual

παίδειος, -ον και παιδεῖος, -ον ιων. τ. παιδήϊος, -ίη, -ον (Α) παις, παιδός]]
1. αυτός που ανήκει σε παιδί, ο σχετικός με τα παιδιά, ο παιδικός
2. αυτός που προέρχεται από τα παιδιά
3. το ουδ. ως ουσ. το παιδεῖον
πιθ. παιδικό ένδυμα
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παιδήϊα
εορτή φρατρίας για την αποδοχή ενός παιδιού.

Greek Monotonic

παίδειος: ή παιδεῖος, -ον, = παιδικός, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε παιδί, σε Αισχύλ.· παίδειος τροφή, φροντίδα για την ανατροφή των παιδιών, μητρική φροντίδα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

παίδειος: ἢ παιδεῖος (Ἀρκάδ. 44. 8), ον, = παιδικός, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παῖδα, ὕμνοι π., εἰς τοὺς ἀγαπωμένους παῖδας, Πινδ. Ι. 2. 5˙ π. κρέα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1242. 1593˙ π. τροφή, ἡ φροντὶς τῆς ἀνατροφῆς τῶν παίδων, φροντίδες μητρικαί, Σοφ. Ἀντ. 918˙ π. οἰκοδόμημα Πλάτ. Νόμ. 643Β˙ μάθημα αὐτόθι 747Β˙ αἱ π. τιμαί, ἃς ἀποδίδουσι τὰ τέκνα, αὐτόθι 810Α.

Middle Liddell

παίδειος, ορ παιδεῖος, ον, = παιδικός
of or for a boy, Aesch.; π. τροφή the care of rearing children, a mother's cares, Soph.

English (Woodhouse)

of a child, of children

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)