πανύστατος
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
η, ον, last of all, Il.23.532,547, Od. 9.452, S.Tr.874, E.Med.1041: neut. as adverb, for the very last time, S.Aj.858, E.Alc.164: also pl., πανύστατα Id.HF457.
German (Pape)
[Seite 465] η, ον, der ganz letzte, der allerletzte; Il. 23, 547 Od. 9, 452; Soph. τὴν πανυστάτην ὁδῶν ἁπασῶν, Trach. 871; πρόσοψις, Eur. Or. 1021, öfter; Ar. Ach. 1147; sp. D.; – πανύστατον, zum letzten Mal, Soph. Ai. 845, wie Eur. Alc. 162; auch οὓς πανύστατ' ὄμμασιν προσδέρκομαι, Herc. F. 457.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait le dernier, le dernier de tous ; adv. • πανύστατον en dernier lieu, pour la dernière fois.
Étymologie: πᾶν, ὕστατος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανύστατος -η -ον [πᾶς, ὕστατος] allerlaatst; n. adv. πανύστατον en plur. πανύστατα voor de allerlaatste keer.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνύστᾰτος: (самый) последний (υἱός Hom.; πρόσοψις Eur.): τὴν πανυστάτην ὁδῶν ἁπασῶν βῆναι Soph. отправиться в последний путь.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-η, -ο / πανύστατος, -άτη, -ον, ΝΑ
ο ολωσδιόλου τελευταίος, ο έσχατος όλων («προσγελᾱτε τὸν πανύστατον γέλων», Ευρ.)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) πανύστατον και πανύστατα
για τελευταία φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὕστατος.
Greek Monotonic
πᾰνύστᾰτος: -η, -ον, αυτός που είναι ο τελευταίος απ' όλους τους άλλους, σε Όμηρ., Σοφ., Ευρ.· — ουδ. πανύστατον, επίρρ., για την πραγματικά ύστατη, τελευταία στιγμή, σε Σοφ., Ευρ.· ομοίως πανύστατα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνύστᾰτος: -η, -ον, πάντων ἔσχατος, Ἰλ. Ψ. 532, 547, Ὀδ. Ι. 452, Σοφ. Τρ. 874, Εὐρ. Μήδ. 1041· ― πανύστατον, ὡς ἐπίρρ., διὰ τὴν ὁλοϋστερινὴν φοράν, Σοφ. Αἴ. 858, Εὐρ. Ἄλκ. 164· οὕτω πανύστατα, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν.
Middle Liddell
πᾰν-ύστᾰτος, η, ον
last of all, Hom., Soph., Eur., Anth.