παράλλαξη

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

η / παράλλαξις, -άξεως, ΝΑ παραλλάσσω
παραλλαγή, μεταβολή
νεοελλ.
1. ναυτ. η διέλευση πλοίου από ένα χαρακτηριστικό σημείο της ακτής, όπως λ.χ. ακρωτήριο, φάρο, τη στιγμή που η σχετική διόπτευση από τη γέφυρα του πλοίου είναι κάθετη, δηλ. σχηματίζει γωνία 90° από την πλώρη
2. αστρον. η διαφορά στη διεύθυνση ενός ουράνιου αντικειμένου, όπως αυτό φαίνεται από έναν παρατηρητή, από δύο σημεία που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους
3. στρ. η παραλλαγή
4. (τοπογρ.) η διαφορά στην κατεύθυνση ή η μετατόπιση στη φαινομενική θέση ενός σώματος, που οφείλεται στην αλλαγή της θέσης του παρατηρητή
5. φρ. «σφάλμα παράλλαξης οργάνου μετρήσεως»
μετρολ. σφάλμα που παρατηρείται στην ανάγνωση ενδείξεων μετρητικών οργάνων και οφείλεται στο ότι η οπτική ακτίνα δεν είναι κάθετη στη βαθμολογημένη επιφάνεια, όταν η αφετηρία βρίσκεται εξω από την επιφάνεια αυτή
αρχ.
1. (για σπασμένα οστά) η θέση του ενός πάνω στο άλλο
2. μετατροπή προς το χειρότερο, χειροτέρευση
3. διαδοχική κίνηση, αλλαγή θέσης
4. η αμοιβαία κλίση δύο γραμμών που σχηματίζουν γωνία
5. ιατρ. παραφροσύνη
6. αστρον. η γωνία που σχηματίζεται από γραμμές οι οποίες φέρονται από αστέρα προς το κέντρο της Γης και προς ένα σημείο της επιφάνειας της.