περιαμύνω
From LSJ
English (LSJ)
[ῡ], defend or guard all round, Plu.Alc.7.
German (Pape)
[Seite 568] ringsum vertheidigen, umschirmen, Plut. Alc. 7.
French (Bailly abrégé)
protéger tout autour, défendre en couvrant de son corps.
Étymologie: περί, ἀμύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-αμύνω rondom beschermen.
Russian (Dvoretsky)
περιᾰμύνω: (ῡ) защищать со всех сторон, закрывать собой, ограждать Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περιᾰμύνω: ὑπαρασπίζω ἢ φυλάττω πανταχόθεν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 7.
Greek Monolingual
Α
υπερασπίζομαι κάτι ή φυλάσσω κάτι από όλα τα μέρη.
Greek Monotonic
περιᾰμύνω: [ῡ], υπερασπίζω ή φυλάσσω ολόγυρα, περιφρουρώ παντού, σε Πλούτ.