πιτυοκάμπη
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
English (LSJ)
ἡ,
A a stinging or urticating caterpillar of the pinewoods, prob. the processional caterpillar, Dsc.1.45, Zopyr. ap. Orib.14.58.2, Gal.11.756:—also written πιτυοκάμπτης, Hsch. s.v. ἀεροκέλαδοι (pl.).
II small pine cone, Sch.Il.2.868.
German (Pape)
[Seite 622] ἡ, die Fichtenraupe, Sp.; auch eine Art kleiner Fichtenzapfen.
Greek (Liddell-Scott)
πῐτῠοκάμπη: ἡ, δηλητηριώδης τις κάμπη εὑρισκομένη ἐπὶ τῆς πίτυος, Διοσκ. 6. 2, Γαλην., κλ. ΙΙ. μικρὸς κῶνος πίτυος Σχόλ. Ἑνετ. Ἰλ. Β. 375.
Greek Monolingual
ἡ, Α
είδος δηλητηριώδους κάμπιας που αναπτύσσεται στο πεύκο
2. μικρός κώνος πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κάμπη(Ι)].