πιτυοκάμπη
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ἡ,
A a stinging or urticating caterpillar of the pinewoods, prob. the processional caterpillar, Dsc.1.45, Zopyr. ap. Orib.14.58.2, Gal.11.756:—also written πιτυοκάμπτης, Hsch. s.v. ἀεροκέλαδοι (pl.).
II small pine cone, Sch.Il.2.868.
German (Pape)
[Seite 622] ἡ, die Fichtenraupe, Sp.; auch eine Art kleiner Fichtenzapfen.
Greek (Liddell-Scott)
πῐτῠοκάμπη: ἡ, δηλητηριώδης τις κάμπη εὑρισκομένη ἐπὶ τῆς πίτυος, Διοσκ. 6. 2, Γαλην., κλ. ΙΙ. μικρὸς κῶνος πίτυος Σχόλ. Ἑνετ. Ἰλ. Β. 375.
Greek Monolingual
ἡ, Α
είδος δηλητηριώδους κάμπιας που αναπτύσσεται στο πεύκο
2. μικρός κώνος πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κάμπη(Ι)].