πλήσμιος
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
α, ον, Hices. ap. Ath.7.298b, but ος, ον Xenocr. ap. Orib.2.58.49:—filling, satisfying, ἐδέσματα Plu. Tim.6, cf. Philistion ap.Ath.3.115d, Ph.Bel.89.9, Hices.l.c., Xenocr. l.c., Dsc.5.8; of wine, Ath.1.32f; τὸ πλήσμιον = satiety, surfeit, Epicur.Fr. 465, Plu.Ant.24; ἔχειτι π. τὸ πρᾶγμα Agathin. ap. Orib.10.7.22: neut. as adverb, πλήσμιον διαιτᾶσθαι Ruf.Sat.Gon.33.
German (Pape)
[Seite 635] leicht füllend, sättigend; Ath. I, 32, vom Weine, u. von Aalen, πλήσμιαί εἰσι καὶ πολύτροφοι, VII, 298; οἱ λύχνοι τὰ πλήσμια τῶν ἐδεσμάτων ὀξυτάτῃ διώκουσιν ἐπιθυμίᾳ, Plut. Timol. 6; auch übersättigend, daher τὸ πλήσμιον, Übersättigung, Überdruß, Plut. Anton. 24 u. öfter, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui remplit, qui rassasie ; τὸ πλήσμιον = satiété, dégoût.
Étymologie: πλήθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλήσμιος -α -ον [πίμπλημι] vullend (van eten); subst. τὸ πλήσμιον = verzadiging, oververzadiging.
Russian (Dvoretsky)
πλήσμιος: быстро насыщающий, сытный (ἐδέσματα Plut.).
Greek Monolingual
-ία, -ον και πλήσμιος, -ον, Α
1. (κυρίως για εδέσματα και για ποτά) αυτός που γεμίζει, που χορταίνει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλήσμιον
κορεσμός, πλησμονή, χορτασμός
3. (το ουδ. ως επίρρ.) πλήσμιον
κατά κόρον, πάρα πολύ. Επίρ. πλησμίως ΜΑ
κατά τρόπο πλήσμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλησ- του ρ. πίμπλημι (πρβλ. πλήσμα, πλήσμη, πλησμονή)].
Greek Monotonic
πλήσμιος: -α, -ον (πίμ-πλημι), χορτασμένος, κορεσμένος, ικανοποιημένος, σε Πλούτ.· τὸ πλήσμιον, κορεσμός, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πλήσμιος: -α, -ον, (πίμπλημι) ὁ πληρῶν, χορταίνων, ἐδέσματα Πλουτ. Τιμολ. 6· ἐπὶ ἐγχελέων, Ἀθήν. 298F· ἐπὶ οἴνου, ὁ αὐτ. 32F· τὸ πλήσμιον, κόρος, πλησμονή, Πλουτ. Ἀντών. 24. ― Ἐπίρρ. -ίως, Γαλην.
Middle Liddell
πλήσμιος, η, ον πίμπλημι
filling, satisfying, Plut.: τὸ πλήσμιον = satiety, Plut.