πολυσιτία
πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
English (LSJ)
ἡ,
A abundance of corn or food, X.HG5.2.16.
II much eating, Luc.Par.16.
German (Pape)
[Seite 673] ἡ, 1) Fruchtbarkeit an Getreide, Xen. Hell. 5, 2, 12. – 2) das Vielessen, Luc. paras. 16, im plur.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 abondance de blé ou de vivres;
2 voracité, gloutonnerie.
Étymologie: πολύς, σῖτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυσιτία -ας, ἡ [πολύσιτος] overvloed aan levensmiddelen. vraatzucht.
Russian (Dvoretsky)
πολυσῑτία: ἡ
1 изобилие хлеба или продовольствия Xen.;
2 обжорство Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠσῑτία: ἀφθονία σίτου ἢ τροφῆς, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 16. ΙΙ. τὸ ἐσθίειν πολύ, Λουκ. Παράσ. 16.
Greek Monolingual
ἡ Α πολύσιτος
1. αφθονία σίτου ή αφθονία τροφής
2. στον πληθ. αἱ πολυσιτίαι
το να καταναλώνει κανείς μεγάλη ποσότητα τροφής, η πολυφαγία.
Greek Monotonic
πολῠσῑτία: ἡ, αφθονία σε σιτάρι ή τροφή, σε Ξεν.