πολύκολπος
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
English (LSJ)
πολύκολπον, with many sinus, μήτρα Gal.2.890; of a fistula, Heliod. ap. Orib.44.23.68.
German (Pape)
[Seite 664] vielbusig, mit vielen Buchten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκολπος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς πτυχάς, ἡ τῆς ὑὸς μήτρα καὶ εἴ τι ἄλλο ὁμοῦ κυΐσκει πολλά, πολύκολπός ἐστι Γαλην. τ. 4, σ. 277.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για μήτρα ή για συρίγγιο) αυτός που έχει πολλούς κόλπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κολπος (< κόλπος), πρβλ. αγλαόκολπος, ευρύκολπος].