προέξειμι
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
English (LSJ)
(εἰμί
A sum) improve, derive benefit, Herod.Med.in Rh.Mus.58.76.
προέξ-ειμι, (εἶμι ibo) sally forth from, τῶν ὅπλων Th.3.1.
German (Pape)
[Seite 720] (s. εἶμι), vorher herausgehen, τινός, Thuc. 3, 1 u. Sp., wie Ios.
French (Bailly abrégé)
impf. προεξῄειν, f. προέξειμι;
s'avancer au dehors, se montrer en avant.
Étymologie: πρό, ἔξειμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-έξειμι eerder uitrukken:. π. τῶν ὅπλων eerder uit de legerplaats uitrukken Thuc. 3.1.2.
Russian (Dvoretsky)
προέξειμι: (impf. προεξῄειν, fut. προέξειμι) выходить вперед: π. τῶν ὅπλων Thuc. выходить из строя, т. е. делать вылазки.
Greek Monolingual
(I)
Α
βγαίνω προς τα έξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἔξειμι (Ι) «φεύγω, βγαίνω έξω»].
(II)
Α
αποκτώ κέρδος, ωφελούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐξ + εἰμί «είμαι»].
Greek Monotonic
προέξειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), εξέρχομαι από κάτι, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προέξειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἐξέρχομαι ἔκ τινος, τῶν ὅπλων, Θουκ. 3. 1.
Middle Liddell
εἶμι ibo]
to sally forth from, Thuc.