προαπέρχομαι
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
German (Pape)
[Seite 707] (s. ἔρχομαι), vorher weggehen; Thuc. 4, 125; ἐὰν οἴκαδε προαπέλθῃ τοῦ χρόνου, Plat. Legg. XII, 943 d; Dem. u. Sp., mit u. ohne τοῦ βίου, vorher sterben, τινός, für Einen, s. Valck. Phoen. 1005.
French (Bailly abrégé)
ao.2 προαπῆλθον, etc.
s'éloigner avant ; abs. partir, càd mourir avant.
Étymologie: πρό, ἀπέρχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-απέρχομαι eerder vertrekken, vertrekken voor, met gen.: οἴκαδε π. τοῦ χρόνου voor de afgesproken tijd naar huis vertrekken Plat. Lg. 943d.
Russian (Dvoretsky)
προᾰπέρχομαι: (aor. 2 προαπῆλθον)
1 уходить раньше (πρὶν ἰδεῖν τινα Thuc.): οἴκαδε τοῦ χρόνου προαπελθεῖν Plat. раньше срока вернуться домой;
2 раньше уходить из жизни: εἰ προαπέλθοι αὐτοῦ Luc. если он умрет раньше его.
Greek Monolingual
ΝΑ
φεύγω προηγουμένως («ἠνάγκασαν πρὶν τὸν Βρασίδαν ἰδεῖν... προαπελθεῖν», Θουκ.)
αρχ.
1. πεθαίνω προηγουμένως
2. πεθαίνω για χάρη κάποιου
3. φρ. «προαπέρχομαι τοῦ χρόνου» — απέρχομαι πριν από τον καιρό μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀπέρχομαι «φεύγω, πεθαίνω»].
Greek Monotonic
προαπέρχομαι: μέλ. -απελεύσομαι, αόρ. βʹ -απῆλθον· αποθ., φεύγω από πριν, αποχωρώ πρόωρα, σε Θουκ., Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
προαπέρχομαι: μέλλ. -ελεύσομαι, ἀποθ.· ― ἀπέρχομαι πρότερον, πρὶν τὸν Βρασίδαν ἰδεῖν Θουκ. 4. 125, πρβλ. Δημ. 445. 3· ― πρ. τοῦ χρόνου, ἀπέρχομαι πρὸ τοῦ καιροῦ, Πλάτ. Νόμ. 943D. ΙΙ. ἀποθνήσκω ὑπέρ τινος, Λιβάν. 4. 1046, πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1005.
Middle Liddell
fut. -απελεύσομαι aor2 -απῆλθον
Dep.: to go away before, Thuc., Dem.