προηρόσιος

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προηρόσιος Medium diacritics: προηρόσιος Low diacritics: προηρόσιος Capitals: ΠΡΟΗΡΟΣΙΟΣ
Transliteration A: proērósios Transliteration B: proērosios Transliteration C: proirosios Beta Code: prohro/sios

English (LSJ)

α, ον, (ἄροτος)
A before the time of tillage: προηροσία (sc. θυσία), ἡ, a festival at that time celebrated by Athens for the whole of Greece, Hyp.Fr.75, Lycurg.Fr.87 (-όσια cj. Sauppe), Aristid.1.196J., Lib.Decl.1.179, Sch.Ar.Pl.1055, Phot., etc.: also προηρόσια (sc. θύματα or ἱερά), τά, IG22.1029.16, Hsch., Suid. s.v. εἰρεσιώνη (gen. pl. -ιων in ambiguous in IG22.1363.6): sg. προηγορ-όσιον Sch.Ar.Eq.725: cf. πληροσία, πρηροσία.
II θεοὶ προηρόσιοι the gods in whose honour it was performed, Plu.2.1119e; π. Δημήτηρ ib.158d.

German (Pape)

[Seite 723] vor dem Ackern od. der Ackerzeit vorausgehend; τὰ προηρόσια, sc. ἱερά, Opfer beim Beginn der Ackerzeit, das Athen für ganz Hellas verrichtete, Lycurg. b. Suid.; auch προηροσίαν θύειν, sc. θυσίαν, Liban.; προηρόσιοι θεοί, die Götter, denen es gebracht wurde, Plut. adv. Colot. 22.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui précède le labourage : προηρόσιοι θεοί PLUT divinités qu'on invoque avant de labourer.
Étymologie: πρό, ἀρόω.

Russian (Dvoretsky)

προηρόσιος: предпахотный: προηρόσιοι θεοί Plut. боги, к благосклонности которых обращались перед началом пахоты.

Greek (Liddell-Scott)

προηρόσιος: -α, -ον, (ἀρόω) ὁ πρὸ τοῦ χρόνου τῆς ἀρόσεως, προηροσία (ἐξυπ. θυσία), ἡ, ἑορτὴ τελουμένη ἐν Ἀθήναις πρὸ τοῦ ἀρότου ὑπέρ ἁπάσης τῆς Ἐλλάδος, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ., Λυκοῦργ. παρὰ Σουΐδ., πρβλ. Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1055, Φώτ., κλπ.· ― θεοὶ προηρόσιοι, οἱ διὰ τοιαύτης ἑορτῆς λατρευόμενοι, Πλούτ. 2. 1119F· Δημήτηρ πρ. αὐτόθι 158Ε, ἔνθα ἴδε Wyttenb. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προηρόσια· τὰ πρὸ τοῦ ἀρότου θύματα».

Greek Monolingual

και πρηρόσιος, -ία, -ον, ουδ. πληθ. και προηρέσια, Α
1. αυτός που γίνεται πριν από την άροση
2. (το θηλ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ προηροσία ή πρηροσία, τὰ προηρόσια ή προηρέσια
γιορτή προς τιμή της Δήμητρος και της Κόρης την οποία τελούσαν οι Αθηναίοι στην Ελευσίνα στις αρχές του μηνός Πυανεψιώνος, δηλαδή στα μέσα Οκτωβρίου, με ευρεία συμμετοχή τών αττικών δήμων και τών αποικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. «πρό ἀροτοῦ» < ἀροτός (< ἀρῶ «οργώνω») + επίθημα -ιος με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ευηρόσιον)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: N. of a feast before ploughing (Att.).
Other forms: in Προηροσία (sc. ἑορτή, θυσία) f., -ια (ἱερά) n. pl.
Derivatives: προηρόσιοι θεοί, -ία Δημήτηρ (Plu.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Adject. hypostasis from πρὸ ἀρότου with compositional lengthening; cf. Πραράτιος w. lit. --Beside it (with dissim. and crasis, resp. elision) πληροσία f. (Att. inscr.); Schwyzer 258 and 402, Lejeune Traité de phon. 323 n. 2.

Frisk Etymology German

προηρόσιος: {proērósios}
Forms: in Προηροσία (sc. ἑορτή, θυσία) f., -ια (ἱερά) n. pl.
Meaning: N. eines Festes vor dem Pflügen (att.).
Derivative: Davon προηρόσιοι θεοί, -ία Δημήτηρ (Plu.).
Etymology: Adjekt. Hypostase aus πρὸ ἀρότου mit kompositioneller Dehnung; vgl. Πραράτιος m. Lit. —Daneben (mit Dissim. und Krasis, bzw. Elision) πληροσία f. (att. Inschr.); Schwyzer 258 und 402, Lejeune Traité de phon. 295 A. 2.
Page 2,598