προσπερονάω
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
(περόνη) fasten by means of a pin or attach by means of a pin: generally, fasten on, φυχὴν πρὸς τὸ σῶμα Pl.Phd. 83d; nail up, καρκίνους Thphr. HP 2.8.3; εἰς τὴν στοήν Ἀρχ. Δελτ. 11.23 (Chios, iv B.C.):—Pass., ἄρτοι προσπεπερονημένοι πρὸς τοῖς κρέασι X.An.7.3.21.
German (Pape)
[Seite 777] daran, darauf (mit der Schnalle) befestigen, Plat. Phaed. 83 d; ἄρτοι προσπεπερονημένοι ἦσαν πρὸς τοῖς κρέασι, Xen. An. 7, 3, 21.
French (Bailly abrégé)
προσπερονῶ :
attacher [en outre] à, sur avec une agrafe.
Étymologie: πρός, περονάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-περονάω vastspelden aan:. τὴν ψυχὴν πρὸς τὸ σῶμα de ziel aan het lichaam vasthechten Plat. Phaed. 83d.
Russian (Dvoretsky)
προσπερονάω: прикалывать, прикреплять (τι πρός τι Plat. и πρός τινι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
προσπερονάω: καρφώνω, προσαρμόζω διὰ περόνης, (περόνη), καὶ καθόλου, προσκολλῶ, στερεώνω ἐπί τινος, τι πρός τι Πλάτ. Φαίδων 83D· πρός τινι Ξεν. Ἀν. 7. 3, 21.
Greek Monotonic
προσπερονάω: μέλ. -ήσω, συνδέω, ενώνω με καρφίτσα (περόνη), και, γενικά, στερεώνω γερά, τι πρός τι, σε Πλάτ.· πρός τι, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. ήσω
to fasten by means of a pin (περόνἠ, and, generally, to fasten on, τι πρός τι Plat.; πρός τινι Xen.