προσπερονάω

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπερονάω Medium diacritics: προσπερονάω Low diacritics: προσπερονάω Capitals: ΠΡΟΣΠΕΡΟΝΑΩ
Transliteration A: prosperonáō Transliteration B: prosperonaō Transliteration C: prosperonao Beta Code: prosperona/w

English (LSJ)

(περόνη) fasten by means of a pin or attach by means of a pin: generally, fasten on, φυχὴν πρὸς τὸ σῶμα Pl.Phd. 83d; nail up, καρκίνους Thphr. HP 2.8.3; εἰς τὴν στοήν Ἀρχ. Δελτ. 11.23 (Chios, iv B.C.):—Pass., ἄρτοι προσπεπερονημένοι πρὸς τοῖς κρέασι X.An.7.3.21.

German (Pape)

[Seite 777] daran, darauf (mit der Schnalle) befestigen, Plat. Phaed. 83 d; ἄρτοι προσπεπερονημένοι ἦσαν πρὸς τοῖς κρέασι, Xen. An. 7, 3, 21.

French (Bailly abrégé)

προσπερονῶ :
attacher [en outre] à, sur avec une agrafe.
Étymologie: πρός, περονάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-περονάω vastspelden aan:. τὴν ψυχὴν πρὸς τὸ σῶμα de ziel aan het lichaam vasthechten Plat. Phaed. 83d.

Russian (Dvoretsky)

προσπερονάω: прикалывать, прикреплять (τι πρός τι Plat. и πρός τινι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

προσπερονάω: καρφώνω, προσαρμόζω διὰ περόνης, (περόνη), καὶ καθόλου, προσκολλῶ, στερεώνω ἐπί τινος, τι πρός τι Πλάτ. Φαίδων 83D· πρός τινι Ξεν. Ἀν. 7. 3, 21.

Greek Monotonic

προσπερονάω: μέλ. -ήσω, συνδέω, ενώνω με καρφίτσα (περόνη), και, γενικά, στερεώνω γερά, τι πρός τι, σε Πλάτ.· πρός τι, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ήσω
to fasten by means of a pin (περόνἠ, and, generally, to fasten on, τι πρός τι Plat.; πρός τινι Xen.