σθένεια
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
τά,
A a trial of strength, an ἀγών at Argos, Plu.2.1140c, Hsch.
II σθένεια, ἡ, the strong one, of Athena, Lyc.1164; cf. σθένιος.
German (Pape)
[Seite 876] ἡ, die Mächtige, Beiname der Athene, Lycophr. 1164. τά, eine Art Faustkampf bei den Argivern, Plut. de music. 26 u. Hesych.
French (Bailly abrégé)
1ων (τά) :
sorte de lutte chez les Argiens.
Étymologie: σθένος.
Russian (Dvoretsky)
σθένεια: τά состязание в силе (род борьбы в Аргосе) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σθένεια: τά, (σθένος) δοκιμασία ἰσχύος, σωματικῆς δυνάμεως, ἀγών τις ἐν Ἄργει, Πλούτ. 2. 1140C, Ἡσύχ. ΙΙ. σθένεια, ἡ, ἡ ἰσχυρά, ἡ σθεναρά, ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Λυκόφρ. 1164· ὡσαύτως σθενιάς, -άδος, Παυσ. 2. 30, 6.