σιναμωρία

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐνᾰμωρία Medium diacritics: σιναμωρία Low diacritics: σιναμωρία Capitals: ΣΙΝΑΜΩΡΙΑ
Transliteration A: sinamōría Transliteration B: sinamōria Transliteration C: sinamoria Beta Code: sinamwri/a

English (LSJ)

ἡ, mischievousness, joined with ὕβρις, Arist.EN1149b33; greediness, Sch.Ar.Av.1690; extravagance, Them.Or.23.294a.

German (Pape)

[Seite 882] ἡ, Naschhaftigkeit, übh. Lüsternheit, Geilheit; mit ὕβρις u. τῷ παμφάγον εἶναι verbunden, Arist. Eth. 7, 7; bei Themist. or. 23 auch = Verschwendung.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 gourmandise;
2 dissipation, prodigalité, extravagance.
Étymologie: σινάμωρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιναμωρία -ας, ἡ [σινάμωρος] vernielzucht, agressieve lust.

Russian (Dvoretsky)

σῐνᾰμωρία: ἡ досл. страсть к лакомствам, перен. сластолюбие, похотливость Arst.

Greek Monolingual

ἡ, Α σινάμωρος
1. η τάση του να προκαλεί κανείς βλάβη
2. απληστία, λαιμαργία
3. ακολασία, ασωτία.

Greek Monotonic

σῐναμωρία: ἡ, κακοποιός φύση, πονηρία, κατεργαριά, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐναμωρία: ἡ, ἡ πρὸς βλάβην τάσις, συνάπτεται μετὰ τοῦ ὕβρις, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 6, 6· λαιμαργία, λιχνεία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1690· ἀκολασία, Θεμίστ. 294Α.

Middle Liddell

σῐναμωρία, ἡ,
mischievousness, Arist. [from σινάμωρος