σιναμωρία
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
English (LSJ)
ἡ, mischievousness, joined with ὕβρις, Arist.EN1149b33; greediness, Sch.Ar.Av.1690; extravagance, Them.Or.23.294a.
German (Pape)
[Seite 882] ἡ, Naschhaftigkeit, übh. Lüsternheit, Geilheit; mit ὕβρις u. τῷ παμφάγον εἶναι verbunden, Arist. Eth. 7, 7; bei Themist. or. 23 auch = Verschwendung.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 gourmandise;
2 dissipation, prodigalité, extravagance.
Étymologie: σινάμωρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιναμωρία -ας, ἡ [σινάμωρος] vernielzucht, agressieve lust.
Russian (Dvoretsky)
σῐνᾰμωρία: ἡ досл. страсть к лакомствам, перен. сластолюбие, похотливость Arst.
Greek Monolingual
ἡ, Α σινάμωρος
1. η τάση του να προκαλεί κανείς βλάβη
2. απληστία, λαιμαργία
3. ακολασία, ασωτία.
Greek Monotonic
σῐναμωρία: ἡ, κακοποιός φύση, πονηρία, κατεργαριά, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
σῐναμωρία: ἡ, ἡ πρὸς βλάβην τάσις, συνάπτεται μετὰ τοῦ ὕβρις, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 6, 6· λαιμαργία, λιχνεία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1690· ἀκολασία, Θεμίστ. 294Α.
Middle Liddell
σῐναμωρία, ἡ,
mischievousness, Arist. [from σινάμωρος