σταθμοῦχος
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
English (LSJ)
ὁ, (ἔχω)
A keeper of a house, landlord, A.Fr.226, Antiph. 171.
II quartermaster, Polyaen.7.40.
2 householder on whom a soldier is billeted, PEnteux.13.1, PPetr.3p.39, PStrassb.92.5 (all iii B.C.).
3 billeted soldier, BGU1247.6 (ii B.C.); = σύσκηνος, Sm.Ex.3.22.
German (Pape)
[Seite 928] ὁ, der Wirth, der ein Quartier für Reisende hält, Polyaen. 7, 40, 1; auch der ein Haus im Ganzen mierhet, um es wieder theilweise zu vermierhen, nach Poll. 10, 21 = οἰκοδεσπότης, aus Antiphan. u. Aesch. frg. 207 angeführt, aber als ungewähnlicher Ausdruck erscheinend; vgl. Böckh Staatshaush. I p. 155. 329.
Russian (Dvoretsky)
σταθμοῦχος: ὁ домохозяин Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
σταθμοῦχος: ὁ, (ἔχω) ὁ ἔχων σταθμόν, οἶκον, οἰκοδεσπότης, «ξενοδόχος» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 25, Ἀντιφάν. ἐν «Ὀβρίμῳ» 1· μάλιστα δὲ ὁ ἔχων οἰκίαν τινὰ ἐπὶ ἐνοικίῳ καὶ ὑπενοικιάζων αὐτὴν κατὰ χωριστὰ δωμάτια, Böckh P. E. 1. 188., 2. 15.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που έχει δικό του σπίτι, οικοδεσπότης
2. αυτός που έχει κατάλυμα για οδοιπόρους και ταξιδιώτες, πανδοχέας
3. εκείνος που νοικιάζει μεγάλο οικοδόμημα για να το υπενοικιάσει κατά τμήματα
4. ιδιοκτήτης σπιτιού στο οποίο έχει καταλύσει στρατιώτης
5. στρατιώτης ο οποίος έχει την έγκριση να καταλύσει στο σπίτι κάποιου
6. ο σύσκηνος, αυτός που καταλύει στην ίδια σκηνή με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμός + -οῦχος (< ἔχω)].