στόλοκρος
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
στόλοκρον, of a kid,
A with knobs instead of horns, Hsch. s.v. κόλον: τὸ σ. the knob or young horn,= κορδύλη, Phot.
2 of men, bald, Hsch.: metaph., ugly, rude, Id.
Greek (Liddell-Scott)
στόλοκρος: -ον, ἐπὶ ἐριφίου ἔχοντος ὄγκους τινὰς ἀντὶ κεράτων, «κουτσοκέρης», Ἡσύχ., «cui frons turgida cornibus»· τὸ στόλοκρον, τὸ ὄγκωμα τοῦ μικροῦ κέρατος, ἐκφυσις κέρατος, Φώτ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, φαλακρός, Ἡσύχ.· μεταφορ., ἄσχημος, ἄξεστος, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. φαλακρός
2. άξεστος
3. (για γίδα) αυτή που δεν έχει κέρατα αλλά μικρά εξογκώματα («ταύτας δὲ καὶ στολόκρους ἔλεγον τὰς αἶγας», Ησύχ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ στόλοκρον
α) εξόγκωμα στα μικρά ζώα που αναπτύσσεται σε κέρατο
β) κεφαλόδεσμος, κορδύλη («στόλοκρον
τὸ ἐν τῇ κεφαλῇ συνεστραμμένον», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Το β' συνθετικό της λ. θα μπορούσε να αναχθεί στη ρίζα του κέρας (πρβλ. δίκροος / δίκρος). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. σκόλλυς «τρόπος κουρέματος» και έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ. σκόλο-κρος, με ανομοίωση του πρώτου -κ- σε -τ- (πρβλ. σκόλλυς, σκολύπτω)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: with not full-grown horns H. s. κόλον; with docked hair H.; τὸ στόλοκρον = κορδύλη Phot.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Reminds of φαλακρός (s. v.), if not to κέρας. Prob. to στόλος = blunt (s. στέλλω). -- A analysis with -κρ-ος as derived from κέρας seems not inpossible cf. δίκρος, and Nussbaum, Head and Horn 1986 73. Cf. DELG. -- There is no indication for a στολο- blunt v. s. Therefore it is more probable that the word is Pre-Greek, just like φαλακρός s.v.
Frisk Etymology German
στόλοκρος: {stólokros}
Meaning: mit nicht ausgewachsenen Hörnern H. s. κόλον; mit gestutztem Haare H.; τὸ στόλοκρον = κορδύλη Phot.
Etymology: Erinnert an φαλακρός (s. d.), wenn nicht zu κέρας. Wohl zu στόλος = Stumpf (s. στέλλω).
Page 2,800