συγκατασπάω

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατασπάω Medium diacritics: συγκατασπάω Low diacritics: συγκατασπάω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΣΠΑΩ
Transliteration A: synkataspáō Transliteration B: synkataspaō Transliteration C: sygkataspao Beta Code: sugkataspa/w

English (LSJ)

A pull down with oneself, τὸν ἥρωα Luc.Nigr.11:—Pass., to be dragged down along with another, ἐπὶ τὴν ὁμοίαν διαβολήν Id.Pisc.32; τινι Plu.2.914e; of the collar-bone, Gal.8.361; τὰ φρούρια τὰ εἰς τὴν Σύρων ἐπικράτειαν συγκατασπασθέντα which were at the same time brought under their dominion, X.Cyr.5.5.24 (v.l.).
II gulp down, swallow together, ἄγκιστρον δελέατι Luc.DMort.8.

German (Pape)

[Seite 966] (s. σπάω), mit oder zugleich herunterziehen, συγκατασπασθέντα εἰς τὴν Σύρων ἐπικράτειαν, Xen. Cyr. 5, 5, 24; herunterreißen, ἥρωα, Luc. Nigr. 11; Pisc. 32.

French (Bailly abrégé)

συγκατασπῶ :
tirer en bas avec, entraîner avec : τί τινι entraîner une chose avec une autre ; Pass. être entraîné avec.
Étymologie: σύν, κατασπάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατασπάω mee naar beneden trekken. mee opslokken, samen (met...) opslokken, met dat. met iets. Luc. 77.18.

Russian (Dvoretsky)

συγκατασπάω:
1 вместе тянуть, увлекать за собой вниз (τινα Luc.): ἐπὶ τὴν ὁμοίαν διαβολὴν συγκατασπᾶσθαι Luc. быть вовлеченным в то же обвинение, т. е. стать жертвой той же клеветы;
2 одновременно перехватывать, перетягивать: εἰς τὴν Σύρων ἐπικράτειαν συγκατασπασθείς Xen. перешедший вместе (с прочим) во власть сирийцев; σ. ἄγκιστρον δελέατι погов. Luc. захватывать вместе с приманкой и крючок, т. е. попадаться на удочку.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατασπάω: συμπαρασύρω, τὸν ἥρωα Λουκ. Νιγρῖν. 11· τινὰ ἐπὶ τὴν ὁμοίαν διαβολὴν ὁ αὐτ. ἐν Ἁλιεῖ 32. ― Παθητ., συμπαρασύρομαι, τινι Πλούτ. 2. 914Ε· τὰ φρούρια τὰ εἰς τὴν Σύρων ἐπικράτειαν συγκατασπασθέντα, τὰ ὁποῖα συγχρόνως ὑπήχθησαν εἰς τὴν κυριαρχίαν των, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 24. ΙΙ. καταπίνω, καταβροχθίζω, ἄγκιστρον δελέατι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 8.

Greek Monotonic

συγκατασπάω: μέλ. -άσω [ᾰ],
I. συμπαρασύρω, σε Λουκ. — Παθ., τὰ φρούρια τὰ εἰς τὴν Σύρων ἐπικράτειαν συγκατασπασθέντα, τα οποία περιήλθαν ταυτόχρονα στην κυριαρχία τους, σε Ξεν.
II. καταβροχθίζω, καταπίνω μαζί, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. άσω
I. to pull down with oneself, Luc.:—Pass., τὰ φρούρια τὰ εἰς τὴν Σύρων ἐπικράτειαν συγκατασπασθέντα which were at the same time brought under their dominion, Xen.
II. to gulp down together, Luc.