συνέπειμι

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέπειμι Medium diacritics: συνέπειμι Low diacritics: συνέπειμι Capitals: ΣΥΝΕΠΕΙΜΙ
Transliteration A: synépeimi Transliteration B: synepeimi Transliteration C: synepeimi Beta Code: sune/peimi

English (LSJ)

(εἶμι ibo) join in attacking, μετ' αὐτῶν ἄλλοις Th.3.63.

German (Pape)

[Seite 1016] (s. εἶμι), mit, zugleich darauflos gehen, angreifen, Thuc. 3, 63.

French (Bailly abrégé)

marcher ensemble sur, attaquer ensemble, τινι.
Étymologie: σύν, ἔπειμι².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-έπειμι, Att. ook ξυνέπειμι [2. εἰμί] samen afgaan op, samen aanvallen, met dat. en μετά + gen. iem. samen met iem.

Russian (Dvoretsky)

συνέπειμι: εἶμι вместе нападать (ξυνεπιέναι μετά τινός τινι Thuc.).

Greek Monolingual

Α
επιτίθεμαι, εφορμώ από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἔπειμι (II) «επιτίθεμαι»].

Greek Monotonic

συνέπειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), λαμβάνω μέρος σε επίθεση από κοινού με κάποιον, τινι, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συνέπειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπέρχομαι, ἐπιτίθεμαι, μετά τινος ξ. τινὶ Θουκ. 3. 63.

Middle Liddell

εἶμι ibo]
to join in attacking, τινι Thuc.

Lexicon Thucydideum

una aggredi, to attack together, 3.63.2.