συναποφέρω
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
A help to carry off, πάντας κοιλίη συναπήνεγκεν Hp.Epid.3.8.
2 carry off with, ἵππος σ. αὑτῷ τὸν ἀναβάτην Gal.5.303; τὰς λύπας ἐμαυτῷ Alciphr.2.3:—Pass., to be borne along with, τῷ ῥεύματι Demad.15, cf. Plu.2.626b, Gal. UP1.19; τῷ παντί Theo Sm.p.176 H.:—Med., take away with one, Gal.6.178, Ath.6.273f.
German (Pape)
[Seite 1003] (s. φέρω), mit od. zugleich davontragen, wiederbringen. Med. für sich davontragen, τὴν ἐκλογὴν τῶν χρησίμων ποιούμενοι παρὰ τῶν ἐναντίων, συναποφέρονται καὶ τὰ μοχθηρὰ ζηλώματα, Ath. VI, 273 f.
French (Bailly abrégé)
emporter avec ; Pass. être emporté avec.
Étymologie: σύν, ἀποφέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αποφέρω tegelijk wegnemen (d.w.z. doden), van een ziekte. Hp.
Russian (Dvoretsky)
συναποφέρω: вместе относить: συναποφέρεσθαι τῇ ὀσμῇ Plut. улетучиваться (вместе) с запахом.
Greek (Liddell-Scott)
συναποφέρω: ἀποφέρω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1086· τὰς λύπας ἑαυτῷ Ἀλκίφρων 2. 3, 74. ― Παθ., ἀποφέρομαι, παρασύρομαι ὁμοῦ μετά τινος, τῷ ῥεύματι Δημάδ. 180. 17. ― Μέσ., παραφέρω, παρασύρω, ἀποφέρω μετ’ ἐμαυτοῦ, Ἀθήν. 273F.
Greek Monolingual
Α
1. φέρω επίσης μαζί μου («πάντας κοιλίη συναπήνεγκεν», Ιπποκρ.)
2. μεταφέρω συγχρόνως μαζί μου («συναποφέρει τὸν ἀναβάτην», Γαλ.)
3. μέσ. συναποφέρομαι
παρασύρω συγχρόνως μαζί μου.