σφαιρεύς
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
English (LSJ)
-έως, ὁ, a Spartan youth, between ἐφηβεία and manhood, Paus.3.14.6, IG5(1).566, 674, al.; prob. from his then beginning to use the boxing-gloves (σφαῖρα 4).
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρεύς: έως, ὁ, ἐν Σπάρτῃ οἱ νέοι οἱ ἐκ τῆς ἐφηβικῆς ἡλικίας μεταβαίνοντες εἰς τὴν τῶν ἀνδρῶν ἐκαλοῦντο σφαιρεῖς, «σφαιρεῖς· οἱ δέ εἰσιν οἱ ἐκ τῶν ἐφήβων ἐς ἄνδρας ἀρχόμενοι συντελεῖν» Παυσ. 3. 14, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 1386, 1432· -πιθανῶς ἐκ τοῦ ὅτι τότε κατὰ πρῶτον ἐποιοῦντο χρῆσιν τῶν πυκτευτικῶν σφαιρῶν (σφαῖρα Ι. 4), ἢ τότε κατὰ πρῶτον ἐλάμβανον μέρος εἰς παιδιάν τινα σφαίρας, πρβλ. Müller Dor 4. 5, § 2.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
νεαρός Σπαρτιάτης που βρισκόταν στην μεταξύ εφήβου και άνδρα ηλικία και ο οποίος ονομάστηκε έτσι, επειδή τότε για πρώτη φορά χρησιμοποιούσε σφαίρες πυγμαχίας ή έπαιρνε μέρος σε παιχνίδια αντισφαίρισης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + κατάλ. -εύς (πρβλ. φορεύς)].
German (Pape)
ὁ, Benennung der erwachsenen Jünglinge in Sparta, vielleicht von der σφαῖρα der Faustkämpfer, Paus. 3.14.6.