σόλος
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
ὁ, mass or lump of iron, used in throwing, σόλον αὐτοχόωνον Il.23.826, cf. 839, 844, Eumel.9, CIG1541 (Olympia), Sosith.3.2; distinguished (but not clearly) from the δίσκος by Sch.Il.2.774, 23.826; in μέγαν περιηγέα πέτρον,.. σόλον Ἄρεος, A.R.3.1366, σόλος seems = δίσκος, cf. Nic.Th.905 (et Sch.), Q.S.4.436.
German (Pape)
[Seite 913] ὁ, eine eiserne, gegossene Wurfscheibe, mit der man wie mit dem δίσκος spielte, Il. 23, 826. 839. 844; bei Ap. Rh. 3, 1364 ein runder Stein; nach Einigen war δίσκος eine flache, runde Scheibe von Stein, σόλος eine Kugel von Eisen. – Auch = μύδρος, eine Eisenmasse, s. das Vorige.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
masse de fer, particul. sorte de disque.
Étymologie: apparenté à σάλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σόλος -ου, ὁ stuk ijzer (gebruikt als werpschijf).
Russian (Dvoretsky)
σόλος: ὁ железный метательный диск или шар Hom.
Greek (Liddell-Scott)
σόλος: ὁ, ὄγκος σιδήρου οὗ χρῆσιν ἐποιοῦντο ἐν ἀγῶνι ῥίπτοντες ὡς δίσκον, σόλον αὐτοχόωνον Ἰλ. Ψ. 826· ἐκρατεῖτο δὲ ἐν τῇ παλάμῃ καὶ ἐρρίπτετο μετὰ κυκλοτερῆ τῆς ὅλης χειρὸς κίνησιν, αὐτόθι 840, πρβλ. 844, Συλλ. Ἐπιγρ. 1541, Σωσίθ. παρὰ τῷ Ἑρμάνν. ἐν Πονηματ. 1. 59· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ πλατέος λίθου ἢ δίσκου, ἀλλ’ ἐν τῷ: μέγαν περιηγέα πέτρον,.. σόλον Ἄρεως, τὸ σόλος φαίνεται = δίσκος, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1366. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σόλον· δίσκον».
English (Autenrieth)
mass of cast iron used as a quoit, Il. 23.826, 839, 844.
Greek Monolingual
ὁ, Α
σιδερένιος όγκος τον οποίο χρησιμοποιούσαν σε αγώνισμα για ρίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης ετυμολ.].
Greek Monotonic
σόλος: ὁ, όγκος ή χυτός δίσκος σιδήρου, που χρησιμοποιείτο στα αθλήματα των ρίψεων, σε Ομήρ. Ιλ.· διακρίνεται από το δίσκος (που είναι επίπεδος) ή από την πλατιά πέτρα.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: iron body, iron discus (Ψ 823, 839, 844; hell. a. late epic).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained foreign word (cf. Schwyzer 62). The word has been compared with Hitt. šul(i̯a) lead, Laroche RHA 24, 1966, 163; Gusmani Studi Pisani 1, 509.
Middle Liddell
σόλος, ὁ,
a mass or lump of iron, used in throwing, Il.; distinguished from the flat δίσκος or quoit.
Frisk Etymology German
σόλος: {sólos}
Grammar: m.
Meaning: eiserne Masse, eiserne Wurfscheibe (Ψ 823, 839, 844; hell. u. sp. Epik).
Etymology: Unerklärtes Fremdwort (vgl. Schwyzer 62).
Page 2,753