τραχηλοδεσμότης

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰχηλοδεσμότης Medium diacritics: τραχηλοδεσμότης Low diacritics: τραχηλοδεσμότης Capitals: ΤΡΑΧΗΛΟΔΕΣΜΟΤΗΣ
Transliteration A: trachēlodesmótēs Transliteration B: trachēlodesmotēs Transliteration C: trachilodesmotis Beta Code: traxhlodesmo/ths

English (LSJ)

τραχηλοδεσμότου, ὁ, chaining the neck, κλοιούς AP6.107 (Phil.) (τραχηλοδέγμονας Stadtm., τραχηλοδεσπότας Meineke).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui lie le cou.
Étymologie: τράχηλος, δεσμός.

German (Pape)

ὁ, den Hals fesselnd, κλοιός, Philp. 8 (VI.107).

Russian (Dvoretsky)

τρᾰχηλοδεσμότης: ου adj. m охватывающий шею (κλοιός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχηλοδεσμότης: -ου, ὁ, (χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ -σμώτης), ὁ τὸν τράχηλον δεσμεύων, κλοιὸς Φίλιππ. ἐν Ἀνθολ. Π. 6. 107.

Greek Monolingual

ὁ, Α αυτός που δεσμεύει τον τράχηλο («τραχηλοδεσμότας κλοιούς», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + δεσμός + κατάλ. -της].

Greek Monotonic

τρᾰχηλοδεσμότης: -ου, ὁ, αυτός που δεσμεύει τον τράχηλο, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρᾰχηλο-δεσμότης, ου, ὁ,
chaining the neck, Anth.