τραχηλοδεσμότης
From LSJ
English (LSJ)
τραχηλοδεσμότου, ὁ, chaining the neck, κλοιούς AP6.107 (Phil.) (τραχηλοδέγμονας Stadtm., τραχηλοδεσπότας Meineke).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui lie le cou.
Étymologie: τράχηλος, δεσμός.
German (Pape)
ὁ, den Hals fesselnd, κλοιός, Philp. 8 (VI.107).
Russian (Dvoretsky)
τρᾰχηλοδεσμότης: ου adj. m охватывающий шею (κλοιός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλοδεσμότης: -ου, ὁ, (χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ -σμώτης), ὁ τὸν τράχηλον δεσμεύων, κλοιὸς Φίλιππ. ἐν Ἀνθολ. Π. 6. 107.
Greek Monolingual
ὁ, Α αυτός που δεσμεύει τον τράχηλο («τραχηλοδεσμότας κλοιούς», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + δεσμός + κατάλ. -της].
Greek Monotonic
τρᾰχηλοδεσμότης: -ου, ὁ, αυτός που δεσμεύει τον τράχηλο, σε Ανθ.
Middle Liddell
τρᾰχηλο-δεσμότης, ου, ὁ,
chaining the neck, Anth.