φιλήτωρ
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
English (LSJ)
-ορος, ὁ,
A lover (Cretan), Str.10.4.21, Hsch.
2 as fem., ἡ δὲ.. κεῖται φ. τοῦδε here lies his paramour, A.Ag.1446 (τῷδε Sch., who derives φιλήτωρ from ἦτορ (cf. μεγαλήτωρ), the one dear to his heart, his darling).
II as adjective, loving, ἀγοστός, κόλπος, Nonn. D. 3.398, 21.27.
German (Pape)
[Seite 1278] ορος, ὁ, der Liebbaber bei den Kretern, Strab. 10, 4,21; auch ὴ φιλήτωρ, Aesch. Ag. 1421.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, qqf ἡ)
amant, amante.
Étymologie: φιλέω.
Russian (Dvoretsky)
φιλήτωρ: ορος ἡ возлюбленная, любовница Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλήτωρ: -ορος, ὁ, ἐραστής, κοινῶς «ἀγαπητικός», λέξις Κρητική, Στράβων 484, πρβλ. Ἡσύχ. 2) παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1446 κεῖται ὡς θηλ., ἡ δέ... κεῖται φ. τοῦδε, ἡ ἐρωμένη τούτου· ἀλλ’ ὁ Ἕρμαννος ἑπόμενος τῷ Σχολ. ἀναγινώσκει τῷδε καὶ παράγει τὸ φιλήτωρ ἐκ τοῦ ἦτορ (πρβλ. μεγαλήτωρ), ἡ ἀγαπητὴ τῆς καρδίας αὐτοῦ, ἡ φιλτάτη αὐτοῦ· ὡς θηλ. ὁμοίως παρὰ τῷ Νόννῳ ἐν Εὐαγγ. κ. Ἰω. 18 στ. 11.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ
το θηλ. η αγαπητή της καρδιάς ενός προσώπου, η αγαπημένη
αρχ.
1. αγαπητικός, εραστής·2. (με σημ. επιθ.) αγαπητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλῶ «αγαπώ» + κατάλ. -τωρ (πρβλ. κοσμήτωρ)].
Greek Monotonic
φῐλήτωρ: -ορος, ὁ (φιλέω), εραστής, σε Αισχύλ.