ἐκφρέω
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
English (LSJ)
(v. εἰσφρέω), poet. impf. ἐξεφρίομεν (fort. -φρίεμεν) Ar.V. 125: fut. ἐκφρήσω ib.156: aor. ἐξέφρησα (infr.), also ἐξέφρηκα Hsch.: imper. ἔκφρες prob. for ἔκφερε Ar.V.162:—let out, bring out, μὴ.. οὐκ ἐκφρῶσιν restoredin E.Ph.264 (for οὐ μεθῶσιν) from the Sch.and Phot. (leg. Εὐριπίδης), cf. Ar. ll.cc.; ἐξέφρησα ἐμαυτόν Luc.Lex.9:—Med., ἔκφρηται· ἐκφέρεται, Hsch.:—Pass., go out, ἐκφρησθῆναι Ael.Fr.89.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. ind. ἐξέφρηκα Hsch.]
1 dejar salir δέδοικα μή με ... οὐκ ἐκφρῶσ' ἀναίμακτον χρόα temo que no me dejen salir sin el cuerpo lleno de sangre E.Ph.264, οὐκ ἐκφρήσετ' ... δικάσοντά μ'; ¿no vais a dejarme salir para ir a juzgar? Ar.V.156, c. pron. refl. ἐξέφρησα ἐμαυτόν me marché Luc.Lex.9.
2 intr., en v. med.-pas. marcharse Ael.Fr.42a, 92i.
• Etimología: Cf. εἰσπίφρημι.
German (Pape)
[Seite 786] (s. φρέω), herausbringen, entlassen; ἐκφρῶσι Soph. frg. 924, Phot. erkl. ἐξαφῶσιν; οὐκ ἐκφρήσετε; Ar. Vesp. 156; οὐκέτ' αὐτὸν ἐξεφρείομεν 125; ἐξέφρησα ἐμαυτόν, geziert, ich habe mich herausgetragen, Luc. Lexiph. 9; ἐκφρησθέντων τῶν Ἐπικουρείων ἐκ τῆς πόλεως Ael. bei Suid.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκφρήσω, ao. ἐξέφρησα;
porter au dehors, faire sortir ou emporter ; ἐξέφρησα ἐμαυτόν LUC je suis sorti.
Étymologie: ἐκ, φρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκφρέω: Arph. тж. ἐκφρείω позволять выйти, выпускать (τινα Arph.): ἐ. ἑαυτόν ирон. Luc. выходить, уходить.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφρέω: (ἴδε εἰσφρέω): ποιητ. παρατ. ἐξεφρείομεν Ἀριστοφ. Σφ. 125: μέλλ. ἐκφρήσω αὐτόθι 156: ἀόρ. ἐξέφρησα˙ προστακτ. ἔκφρες (μνημονευομένη ὑπὸ τοῦ Ἡρωδιανοῦ π. μον. λέξ. 24. 24) ἀποκατέστη αὐτόθι 162 ὑπὸ Βουττμ. ἀντὶ τοῦ ἔκφερε. Ἐκφέρω, ἐξάγω, μὴ... οὐκ ἐκφρῶσιν, ἀποκατέστη ἐν Εὐρ. Φοιν. 264 (ἀντὶ τοῦ οὐ μεθῶσιν) ἐκ τῶν Σχολ. καὶ τοῦ Λεξ. τοῦ Φωτ. 359, 8 (ἔνθα τὸ Σοφοκλῆς κεῖται ἐσφαλμένως ἀντὶ τοῦ Εὐριπίδης): τὸ ῥῆμα δὲν ἦτο ἀσύνηθες ἐν τῇ συνήθει οἰκιακῇ γλώσσῃ, πρβλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἐξέφρησα ἐμαυτὸν Λουκ. Λεξιφ. 9. - Παθ. ἐκβάλομαι, ἐκφρησθέντων Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει. (Ἀποσπ. Αἰλ. 39 ἐν τέλει).
Greek Monolingual
ἐκφρέω (Α)
1. φέρνω έξω, εξάγω, εκφέρω
2. παθ. εκβάλλομαι.
Greek Monotonic
ἐκφρέω: (βλ. εἰσφρέω), αʹ πληθ. ποιητ. παρατ. ἐξεφρείομεν, μέλ. -φρήσω, αόρ. αʹ -έφρησα· αφήνω κάποιον να διαρρεύσει προς τα έξω, βγάζω έξω, σε Ευρ., Αριστοφ.
Middle Liddell
poet. 1st pl. imperf. ἐξεφρείομεν fut. -φρήσω aor1 -έφρησα [v. εἰσφρέω
to let out, bring out, Eur., Ar.