φυσιγγόομαι

From LSJ

Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit

Menander, Monostichoi, 272
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡσιγγόομαι Medium diacritics: φυσιγγόομαι Low diacritics: φυσιγγόομαι Capitals: ΦΥΣΙΓΓΟΟΜΑΙ
Transliteration A: physingóomai Transliteration B: physingoomai Transliteration C: fysiggoomai Beta Code: fusiggo/omai

English (LSJ)

Pass., (φῦσιγξ) to be excited by eating garlic, prop. of fighting cocks, hence ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι infuriated by vexations, of the Megarians (who were large growers of garlic), Ar.Ach.526.

German (Pape)

[Seite 1317] pass., aufgebracht, erhitzt sein, wie Kampfhähne, die man durch Knoblauch kampflustig machte, vgl. Ar. Equ. 497; daher heißen auch die aufgebrachten Megareer bei Ach. 500 ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι, mit Anspielung auf den in ihrem Lande viel gebau'ten Knoblauch, Droysen »da wurden die Megarer bollenwild ob so großen Leids«.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être excité comme un coq qu'on excite au combat avec de l'ail.
Étymologie: φῦσιγξ.
Par. σκοροδίζω.

Russian (Dvoretsky)

φῡσιγγόομαι: возбуждаться, раздражаться: ὀδύναις πεφυσιγγωμένος Arph. больно задетый.

Greek (Liddell-Scott)

φῡσιγγόομαι: Παθ., (φῦσιγξ) θυμοῦμαι, ἐξερεθίζομαι φαγὼν σκόροδα, κυρίως ἐπὶ ἀλεκτρυόνων μαχητικῶν, ὡς τὸ σκοροδίζομαι· ὅθεν παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἀχ. 526, οἱ Μεγαρεῖς (οἵτινες εἶχον πολλὰ σκόροδα) λέγονται ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι, ὀργισθέντες ἐξ ὀδύνης.

Greek Monotonic

φῡσιγγόομαι: Παθ. (φῦσιγξ), εξερεθίζομαι τρώγοντας σκόρδο, κυρίως λέγεται για μαχητικά κοκόρια· απ' όπου οι Μεγαρείς (που ήταν μεγάλοι καλλιεργητές σκόρδων), λέγεται ότι ήταν ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι, εξοργισμένοι, μανιακοί από την οργή, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φῡσιγγόομαι, φῦσιγξ
Pass. to be excited by eating garlic, properly of fighting cocks: hence the Megarians (who were large growers of garlic) are said to be ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι infuriated by vexations, Ar.