χαῖος

From LSJ

εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαῖος Medium diacritics: χαῖος Low diacritics: χαίος Capitals: ΧΑΙΟΣ
Transliteration A: chaîos Transliteration B: chaios Transliteration C: chaios Beta Code: xai=os

English (LSJ)

ὁ, or χαῖον, τό, shepherd's staff, A.R.4.972, Call.Fr.125. (Cf. Gaulish gaiso- (Lat. gaesum, Gr. γαῖσον) 'javelin'.)

German (Pape)

[Seite 1324] ὁ, der Hirtenstab, Ap. Rh. 4, 972. Nach Hesych. auch χαβός, χαμός.

Greek (Liddell-Scott)

χαῖος: ὁ, ἢ χαῖον, τό «καμπύλη βακτηρία, ᾗ οἱ ποιμένες χρῶνται» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 972, Καλλ. Ἀποσπ. 125· πρβλ. χαβός.

Greek Monolingual

ὁ, και χαῖος, τὸ, Α
καμπύλη βακτηρία, η γκλίτσα τών βοσκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αμφβλ. γένους και αβέβαιης ετυμολ. Παρά την γλώσσα του Λεξ. Σούδα χαιός
ῥάβδος, το ουσ. πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ουδ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. γαλατ. προέλευσης, που συνδέεται με τους τ. γαῖσος / γαῖσον, λατ. gaesum, αρχ. ιρλδ. gae, αρχ. ισλδ. geirr, βρετον. gew με σημ. «κοντάρι, ακόντιο», οι οποίοι ανάγονται στην ΙΕ ρίζα ghaiso- «ραβδί» (βλ. λ. γαῖσος). Τέλος, κατ' άλλη άποψη λιγότερο πιθανή, η λ. συνδέεται με τα αρχ. ινδ. hesah «σφαίρα, βλήμα», hinoti «ρίχνω, εκσφενδονίζω»].

Frisk Etymology German

χαῖος: 1.
{khaĩos}
Forms: od. -ον
Grammar: m. (n.)
Meaning: Hirtenstab (A. R. 4, 972, Kall.Fr. 125).
Etymology: Die Ähnlichkeit mit einem keltogerm. Wort für Wurfspieß, Speer in air. gae, ahd. gēr usw., das sowohl in lat. gaesum wie in γαῖσος, -ον (s.d.) als Entlehnung vorliegt, ist vielleicht nicht zufällig (idg. *ghaisos); die weitere Verbindung mit aind. héṣaḥ n. Geschoß und sogar mit hinóti antreiben, schleudern ist sowohl formal wie semantisch unbefriedigend; s. WP. 1, 528 (Pok. 410) und W.-Hofmann s. gaesum m. reicher Lit. (u.a. Zupitza German. Gutt. 202 und Walde KZ 34, 488 ff.). Weitere kühne Hypothesen (u.a. zu lat. haedus junger Bock, Ziegenbock) bei Janzen Bock und Ziege (s. zu αἴξ) 32ff.
Page 2,1061-1062