χρυσόκερως
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, and χρῡσό-ρως, ων, gen. -ω (also Dor. acc. in SIG398.24 (Cos, iii B. C.)):—
A with horns of gold, ἔλαφος Pi.O.3.29, E.Hel.382 (lyr., Elmsl. χρυσοκέρατα); as epithet of Pan, Cratin.321 (lyr.); of the moon, AP5.15 (Marc.Arg.).
II with gilded horns, like a victim ready to be sacrificed, τρίττοιαν βόαρχον -κερων IG12.76.37, cf. Aeschin.3.164, Pl.Alc.2.149c, SIG l.c., Porph.Abst.2.15.
German (Pape)
[Seite 1381] ωτος, u. χρυσόκερως, ων, gen. ω, mit goldenen, vergoldeten Hörnern; Pind. ἔλαφος, Ol. 3, 30, wie Eur. Hel. 388 u. Ep. ad. (Plan. 92); βοῦς Plat. Alc. II, 149 c; μήνη M. Arg. 10 (V, 16); auch Bacchus heißt so, Hymn. (IX, 524).
French (Bailly abrégé)
ως, ων ; gén. ω;
aux cornes dorées.
Étymologie: χρυσός, κέρας.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόκερως: 2, gen. ω
1 златорогий (ἔλαφος Pind.; μήνη Διόνυσος Anth.);
2 с позолоченными рогами (βοῦς Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, καὶ -ρως, ων, γεν. ω· - ὁ ἔχων κέρατα χρυσᾶ, ἔλαφος Πινδ. Ο. 3. 52, Εὐριπ. Ἑλ. 382 (ἔνθα ὁ Elmsl. χρυσοκέρατα)· ὡς ἐπίθετον τοῦ Πανός, Κρατῖνος ἐν Αδήλ. 22· ἐπὶ τῆς νέας σελήνης, Ἀνθ. Π. 5. 16. ΙΙ. ὁ ἔχων κεχρυσωμένα κέρατα, ὡς τὸ θῦμα τὸ μέλλον μετ’ ὀλίγον να σφαγῇ, Αἰσχίν. 77. 12, πρβλ. Πλάτ. Ἀλκ. 2. 149C.
English (Slater)
χρῡσόκερως with golden, gilded horns χρυσόκερων ἔλαφον θήλειαν (O. 3.29) κατὰ χρυσόκερω λιβανωτοῦ (sc. εὔχεσθαι: cf. Porphyr., de abstinentia, 2. 15, τοῦ Θετταλοῦ ἐκείνου λτ;τοῦγτ; τοὺς χρυσόκερως βοῦς καὶ τὰς ἑκατόμβας τῷ Πυθίῳ προσάγοντος Σ, Aristid., 2. 91K, ὁ Πίνδαρος διασύρων τινὰ πλούσιον ὡς ἄγαν τρυφῶντα) fr. 329.
Greek Monolingual
-ων, Α
1. (ως προσωνυμία του Πανός και της Σελήνης) αυτός που έχει χρυσά κέρατα
2. αυτός που έχει επιχρυσωμένα κέρατα («ταύρους χρυσόκερως παρασκευασάμενος καὶ θυμιαμάτων... πλῆθος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -κερως (< κέρας), πρβλ. ῥινόκερως].
Greek Monotonic
χρῡσόκερως: -ωτος, ὁ, ἡ και -ρως, -ων, γεν. -ω (κέρας)·
I. αυτός που έχει χρυσά κέρατα, σε Πίνδ., Ευρ.
II. αυτός που έχει επιχρυσωμένα κέρατα, λέγεται για θύμα έτοιμο για θυσία, σε Αισχίν.
Middle Liddell
χρῡσό-κερως, ωτος, ὁ, ἡ, κέρας
I. with horns of gold, Pind., Eur.
II. with gilded horns, of a victim ready for sacrifice, Aeschin.