ψυχορραγέω
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
let the soul break loose, i.e. lie at the last gasp, E.Alc.20, HF324, A.R.2.833, Plu.Crass.27, Hld.9.21.
French (Bailly abrégé)
ψυχορραγῶ :
lutter contre la mort (litt. avoir l'âme brisée).
Étymologie: ψυχορραγής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψυχορραγέω [ψυχορραγής] zieltogen.
German (Pape)
[ῡ], auch ψυχοραγέω, eigtl. die Seele losreißen, dah. in den letzten Zügen liegen, mit dem Tode ringen; Eur. Alc. 141, Herc.Fur. 324; Ap.Rh. 2.833.
Russian (Dvoretsky)
ψῡχορρᾰγέω: быть при последнем издыхании, быть умирающим Eur., Plut.
Greek Monotonic
ψῡχορρᾰγέω: μέλ. -ήσω, ψυχομαχώ, χαροπαλεύω, δηλ. βρίσκομαι στην έσχατη αγωνία - αναπνοή (προ του θανάτου), Λατ. animam agere, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
ψυχορρᾰγέω: ὡς καὶ νῦν, διατελῶ ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἀγωνίᾳ, ψυχομαχῶ, Λατ. animam agere, Εὐρ. Ἄλκ. 20, Ἡρ. Μαιν. 324. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 833, κλπ.
Middle Liddell
ψῡχορρᾰγέω, fut. -ήσω
to let the soul break loose, i. e. to lie at the last gasp, Lat. animam agere, Eur.