ἀλάμπετος

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλάμπετος Medium diacritics: ἀλάμπετος Low diacritics: αλάμπετος Capitals: ΑΛΑΜΠΕΤΟΣ
Transliteration A: alámpetos Transliteration B: alampetos Transliteration C: alampetos Beta Code: a)la/mpetos

English (LSJ)

ἀλάμπετον, (λάμπω) without light, darksome, h.Hom.32.5; of the nether world, S.OC1662 (v.l. ἀλύπητον), cf. Epigr.Gr.264.5 (dub.); ἀ. οὖδας Ἀΐδεω ib. 149 3 (Rhenea), cf. ib.241.5 Smyrna); σκότος (metaph. of Heraclitus AP9.540.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene luz, oscuro δώματ' ἀλάμπετα Ibyc.(?) en ZPE 57.1984.32, ἀήρ h.Hom.32.5, del Hades, S.OC 1662, GVI 662.3 (Renea II/I a.C.), cf. ISmyrna 701.5 (II a.C.)
fig. de los escritos de Heráclito AP 9.540.

German (Pape)

[Seite 89] glanzlos, finster, ἀήρ H. h. 32, 5, wo Herm. des Verses wegen ἀπολάμπετος lesen will; γᾶς βάθρον ἀλ., nach Schol., die Codd. lesen ἀλύπητος, Soph. O. C. 1658; Ἅιδεω οὖδας App. A. P. 315; σκότος Ep. ad. 517 (IX, 540).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans lumière, sombre.
Étymologie: , λάμπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλάμπετος -ον [ἀ-, λάμπω zonder licht, donker.

Russian (Dvoretsky)

ἀλάμπετος: лишенный блеска, темный, мрачный (ἀήρ HH с ᾱλ; γῆς βάθρον Soph.): σκότος ἀλάμπετον Anth. непроглядная тьма.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάμπετος: -ον, (λάμπω) = ἄνευ φωτός, σκοτεινός, Ὕμ. Ὁμ. 32. 5· ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, Σοφ. Ο. Κ. 1662 (ἔνθα διῳρθώθη ὑπὸ Δινδ. ἐκ τοῦ περιθωρίου τοῦ Λαυρεντ. χειρογράφ.), ἀλ. Ἀΐδης, Συλλ. Ἐπιγρ. 1930, 5· ἀλλ’ οὖδας Ἀΐδεω, αὐτόθι 2321· πρβλ. 3333· σκότος, Ἀνθ. Π. 9, 540.

Greek Monolingual

ἀλάμπετος, -ον (Α) λάμπω
1. ο δίχως φως, σκοτεινός
2. άσημος, άδοξος.

Greek Monotonic

ἀλάμπετος: -ον (α στερητικό λάμπω), αυτός που δεν έχει φως, σκοτεινός, σε Ομηρ. Ύμν.· λέγεται για τον Κάτω Κόσμο, σε Σοφ.

Middle Liddell

privat., λάμπω
without light, darksome, Hhymn.; of the nether world, Soph.