ἀεικία

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀεικία Medium diacritics: ἀεικία Low diacritics: αεικία Capitals: ΑΕΙΚΙΑ
Transliteration A: aeikía Transliteration B: aeikia Transliteration C: aeikia Beta Code: a)eiki/a

English (LSJ)

Ion. ἀεικίη (Att. αἰκία, q.v.) [ῑ, whence in codd. often written -είη], ἡ, outrage, injury, πᾶσαν ἀεικίην ἄπεχε χροΐ (from Hector's body) Il.24.19: pl., μή τίς μοι ἀεικίας ἐνὶ οἴκῳ φαινέτω Od.20.308; ἀεικίῃ περιέπειν τινά Hdt.1.73, 115; ἀπαθὴς τῆς ἀ. Id.3.160.

Spanish (DGE)

v. αἰκία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
traitement indigne, outrage.
Étymologie: ἀεικής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀεικία zie αἰκία.

Russian (Dvoretsky)

ἀεικία:v.l. = ἀεικείη.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεικία: Ἰων., -ίη, (ῑ, ὅθεν ἐν τοῖς χειρογράφοις πολλάκις γράφεται -είη], ἡ, αἰκία, αἰκισμός, ὕβρις, βλάβη· πᾶσαν ἀεικίην ἄπεχε χροΐ (περὶ τοῦ σώματος τοῦ Ἕκτορος), Ἰλ. Ω. 19· πληθ. μή τίς μοι ἀεικίας ἑνὶ οἴκῳ φαινέτω, Ὀδ. Υ, 308· ἀεικίῃ περιέπειν τινά, Ἡρόδ. 1. 73, 115· ἀπαθὴς τῆς ἀ., ὁ αὐτ. 3. 160· πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον αἰκία.

Greek Monotonic

ἀεικία: Ιων. -ίη [ῑ], (ἀεικής), απρεπής συμπεριφορά, ύβρη, προσβολή, σε Όμηρ., Ηρόδ.· πρβλ. σε Αττ. αἰκία.

Middle Liddell

unseemly treatment, outrage, Hom., Hdt.:—Cf. Attic αἰκία.