ἀθόλωτος

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθόλωτος Medium diacritics: ἀθόλωτος Low diacritics: αθόλωτος Capitals: ΑΘΟΛΩΤΟΣ
Transliteration A: athólōtos Transliteration B: atholōtos Transliteration C: atholotos Beta Code: a)qo/lwtos

English (LSJ)

ἀθόλωτον, untroubled, of water, Hes.Op.595; of pure air, Luc. Trag.62: metaph., λόγος Them. Or.19.232d; ἀ. τὴν αἰδῶ φυλάττειν Just.Nov.78.2.1.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): tb. tard. ἀθώλοτος Cyr.Al.M.69.748A
1 claro, no turbio, puro κρήνη Hes.Op.595, αὔρα πνεύματος Luc.Trag.62, οἶνος Gp.7.7.1, ὕδωρ Gp.15.2.2
fig. λόγος Them.Or.19.232d, αἰδώς Iust.Nou.78.2.1
de Cristo en el vientre materno, Eus.DE 10.8, de la Virgen, Eust.Ant.Laz.24
en un himno maniqueo ὑμνῶ σε ... πάτερ, ἡ ἀ. κατάστασις PKell.G.92.2 (IV d.C.).
2 adv. ἀθολώτως = claramente, sin turbación, ἀθολώτως προσομιλεῖν τῷ θεῷ Gr.Naz.M.35.1237A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non troublé, limpide.
Étymologie: , θολόω.

German (Pape)

ungetrübt, κρήνη Hes. O. 597; αὔρα Luc. Tragod. 62.

Russian (Dvoretsky)

ἀθόλωτος: незагрязненный, чистый (κρήνη Hes., Plut.; αὔρα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀθόλωτος: -ον, μὴ τεταραγμένος, τεθολωμένος, ἐπὶ ὕδατος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 593· ἐπὶ καθαροῦ ἀέρος, Λουκ. Τραγ. 62.

Greek Monotonic

ἀθόλωτος: -ον (θολόω), μη ταραγμένος, μη θολωμένος, λέγεται για το νερό, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

θολόω
untroubled, of water, Hes.