ἀνήνυστος
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ἀνήνυστον, (ἀνύω)
A of none effect, ineffectual, ἀνηνύστῳ ἐπὶ ἔργῳ Od.16.111, cf. A.R.4.1307; κάματοι Opp.C.4.196.
2 impossible of fulfilment, Emp.12.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene efecto, vano ἔργον Od.16.111, ἄεθλον A.R.4.1307, κάματοι Opp.C.4.196.
2 imposible καί τ' ἐὸν ἐξαπολέσθαι ἀνήνυστον καὶ ἄπυστον e igualmente es imposible e inaudito que el ser sea destruido Emp.B 12, cf. Arist.Xen.975b2.
German (Pape)
[Seite 229] (ἀνύω), unvollendet, ἔργον Od. 16, 111, eine zu keinem Ende führende, vergebliche Arbeit; auchOpp. C. 4, 196. S. folgd.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀνήνυτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήνυστος: Hom. = ἀνήνυτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήνυστος: -ον, (ἀνύω) ὡς τὸ ἀτέλεστος, ὁ ἄνευ ἀποτελέσματος, ἀνεκτέλεστος, ἀκατόρθωτος, ἀνηνύστῳ ἐπὶ ἔργῳ Ὀδ. Π. 111.
English (Autenrieth)
(ἀνύω): unaccomplished; ἀνηνύστῳ ἐπὶ ἔργῳ, ‘do-nothing’ business as it is, Od. 16.111†.
Greek Monolingual
ἀνήνυστος, -ον (Α)
ο χωρίς αποτέλεσμα, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ανυστός («κατορθωτός») < ανύω «κατορθώνω»].
Greek Monotonic
ἀνήνυστος: -ον (ἀνύω), αναποτελεσματικός, ανεκτέλεστος, ατελέσφορος, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ἀνύω
ineffectual, Od.
Mantoulidis Etymological
καί ἀνήνυτος (=ἀνεκτέλεστος, ἀκατόρθωτος). Ἀπό τό α στερητ. + ἀνύω (=τελειώνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀνύω.