ἀνήνυστος

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήνυστος Medium diacritics: ἀνήνυστος Low diacritics: ανήνυστος Capitals: ΑΝΗΝΥΣΤΟΣ
Transliteration A: anḗnystos Transliteration B: anēnystos Transliteration C: aninystos Beta Code: a)nh/nustos

English (LSJ)

ἀνήνυστον, (ἀνύω)
A of none effect, ineffectual, ἀνηνύστῳ ἐπὶ ἔργῳ Od.16.111, cf. A.R.4.1307; κάματοι Opp.C.4.196.
2 impossible of fulfilment, Emp.12.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene efecto, vano ἔργον Od.16.111, ἄεθλον A.R.4.1307, κάματοι Opp.C.4.196.
2 imposible καί τ' ἐὸν ἐξαπολέσθαι ἀνήνυστον καὶ ἄπυστον e igualmente es imposible e inaudito que el ser sea destruido Emp.B 12, cf. Arist.Xen.975b2.

German (Pape)

[Seite 229] (ἀνύω), unvollendet, ἔργον Od. 16, 111, eine zu keinem Ende führende, vergebliche Arbeit; auchOpp. C. 4, 196. S. folgd.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀνήνυτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνήνυστος: Hom. = ἀνήνυτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήνυστος: -ον, (ἀνύω) ὡς τὸ ἀτέλεστος, ὁ ἄνευ ἀποτελέσματος, ἀνεκτέλεστος, ἀκατόρθωτος, ἀνηνύστῳ ἐπὶ ἔργῳ Ὀδ. Π. 111.

English (Autenrieth)

(ἀνύω): unaccomplished; ἀνηνύστῳ ἐπὶ ἔργῳ, ‘do-nothingbusiness as it is, Od. 16.111†.

Greek Monolingual

ἀνήνυστος, -ον (Α)
ο χωρίς αποτέλεσμα, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ανυστόςκατορθωτός») < ανύω «κατορθώνω»].

Greek Monotonic

ἀνήνυστος: -ον (ἀνύω), αναποτελεσματικός, ανεκτέλεστος, ατελέσφορος, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἀνύω
ineffectual, Od.

Mantoulidis Etymological

καί ἀνήνυτος (=ἀνεκτέλεστος, ἀκατόρθωτος). Ἀπό τό α στερητ. + ἀνύω (=τελειώνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀνύω.