ἀναψάω
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
A wipe up, σταγόνας ἐρίῳ Ctes.Fr.57.28; δάκρυον Dsc.4.64.
2 clean out, φρέαρ PLond.1.131r631:—Pass., aor. ἀνεψήσθην BGU530.17 (i A.D.).
Spanish (DGE)
1 en v. med. restregarse ἔλαιον ἀναψήσασθαι aceite para ungirse canción popular en Plu.Thes.22.
2 limpiar, enjugar σταγόνας ἐρίῳ Ctes.45 (p.509.7), τὸ δάκρυον Dsc.4.64
•de pozos y aljibes limpiar τοὺς ὀμβριστῆρας PRyl.583.16, 63 (II a.C.), φρέαρ SB 9699.631 (I d.C.), τὸν λάκον PWürzb.22.3, 9 (II d.C.), διωρύγιον SB 9699.636 (IV d.C.), en v. pas. ἀνεψήσθη τὸ ὕδρευμα BGU 530.17 (I d.C.).
German (Pape)
[Seite 215] (s ψάω), aufstreichen, mit einem Schwamme oder dergl. aufwischen, Ctes.
French (Bailly abrégé)
ἀναψῶ :
essuyer en frottant.
Étymologie: ἀνά, ψάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναψάω: μέλλ. -ήσω, σπογγίζω, ὅμοιον τῷ ἀνασπογγίζω, Κτησ. Ἰνδ. 28, ἴδε παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 566: - Μέσ., ἀόρ. -ήσασθαι Πλουτ. Θησ. 22.
Greek Monotonic
ἀναψάω: μέλ. -ήσω, σφουγγαρίζω — Μέσ., σπογγίζω για τον εαυτό μου, σε Πλούτ.