ἀνεπαχθής
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
ἀνεπαχθές,
A not burdensome, without offence, Plu.Cat.Mi.8, Pomp.1; σκώμματα Luc.Ep.Sat.34.
II Adv. ἀνεπαχθῶς, προσομιλεῖν Th.2.37; λέγειν Luc.Sol.5.
2 not taking offence, ἀνεπαχθῶς φέρειν Plu.2.102e.
3 without discomfort, Jul.Or.6.191d.
Spanish (DGE)
-ές
I 1de pers. que no ofende οὐδ' αὐτοῖς ἀνεπαχθὴς ἦν τοῖς ἐπαινοῦσιν y no dejaba de ofender a los que le alababan Plu.Cat.Mi.8, cf. Pomp.1
•de cosas σκώμματα Luc.Ep.Sat.34.
2 subst. τὸ ἀνεπαχθές = delicadeza, suavidad Chrys.M.57.360.
II adv. ἀνεπαχθῶς = sin ofender προσομιλεῖν Th.2.37, λέγειν Luc.Sol.5
•sin ofenderse φέρειν ἀνεπαχθῶς τὴν τύχην Plu.2.102e
•sin disgusto, sin asco ἐσθίων τις σάρκας ... ἀ. Iul.Or.9.191d.
German (Pape)
[Seite 224] ές, nicht belästigend, Plut. Pomp. 1; gew. ἀνεπαχθῶς, ohne Beschwerde, gern, Thuc. 2, 37; ἀν. φέρειν, etwas nicht übel aufnehmen, Plut. Num. 3; consol. ad Apoll. p. 318; Luc. Soloec. 5.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non pénible à supporter.
Étymologie: ἀ, ἐπαχθής.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπαχθής:
1 необременительный, нетягостный: οὐδ᾽ αὐτοῖς ἀ. ἦν τοῖς ἐπαινοῦσιν Plut. он был в тягость даже тем, кто хвалил его;
2 не оскорбительный, безобидный (σκώμματα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπαχθής: -ές, ὁ μὴ ἐπαχθής, ὁ μὴ ὀχληρός, Πλουτ. Κάτων νεώτ. 8, Πομπ. 1· σκώμματα Λουκ. Ἐπ. Κρον. 34: - οὕτως ἐπίρρ. ἀνεπαχθῶς συνομιλεῖν Θουκ. 2. 37· λέγειν Λουκ. Σολοικ. 5. 2) μὴ φέρειν βαρέως, ἀλύπως ἀνεπαχθῶς φέρειν, Λατ. hant gravate ferre, Πλούτ. 2, 102Ε, κτλ.
Greek Monolingual
ἀνεπαχθής, -ές (Α)
1. μη επαχθής, μη οχληρός
2. άνετος, μη κοπιαστικός
3. επίρρ. ανεπαχθώς
με τρόπο που να μην ενοχλεί τους άλλους.
Greek Monotonic
ἀνεπαχθής: -ές, μη φορτικός, μη ενοχλητικός, μη ντροπιαστικός, σε Πλούτ., Λουκ.· επίρρ. -θως, σε Θουκ.
Middle Liddell
not burdensome, without offence, Plut., Luc.:—adv. -θῶς, Thuc.