ἀντεπιχειρέω
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
A make a counter-attack, Str.5.2.2, cf. Max. Tyr.18.9; τινί Plu.Them.31.
II make attempts to prove the contrary, Arist.Top.160b10; τὰ ἀντεπιχειρούμενα controversial efforts to prove or disprove, S.E.M.9.191.
Spanish (DGE)
1 contraatacar τοῖς Ἕλλησι Plu.Them.31, abs. Str.5.2.2.
2 argumentar en contra, hacer objeciones τὰ ἀντεπιχειρούμενα ... εἰς τὸ εἶναι θεούς argumentos en pro y en contra sobre la existencia de los dioses S.E.M.9.191, abs. Arist.Top.160b10.
German (Pape)
[Seite 247] dagegen Hand anlegen, angreifen, τινί Plut. Them. 31; von der Beweisführung, Arist. top. 8, 8.
French (Bailly abrégé)
ἀντεπιχειρῶ :
prendre à son tour l'offensive, résister à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐπιχειρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεπιχειρέω:
1 со своей стороны нападать (τινι Plut.);
2 выдвигать встречные доводы Arst.: τὰ ἀντεπιχειρούμενα Sext. доводы той и другой стороны.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπιχειρέω: ἐπιχειρῶ καὶ ἐγὼ ἐν τῷ μέρει, Στράβ. ΙΙ. ἀντεπιτίθεμαι, τινὶ Πλουτ. Θεμιστ. 31· ΙΙΙ. προσπαθῶ νὰ ἀποδείξω τὸ ἐναντίον, Ἀριστ. π. Τόπ. 8. 8, 2· τὰ ἀντεπιχειρούμενα, ἐριστικαὶ προσπάθειαι πρὸς ἀπόδειξιν τῆς ἀληθείας ἢ ἔλεγχον τοῦ ψεύδους, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 191· πρβλ. ἐπιχείρημα.
Greek Monotonic
ἀντεπιχειρέω: μέλ. -ήσω, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου με τη σειρά μου, τινί, σε Πλούτ.